Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [10] γαν κι έπιναν, και με το μάτι γύρευε μια γωνίτσα που να χωθεί με το κοριτσάκι του. — Όχι, γέρο μου, να με συμπαθήσεις, του είπε ο ξενοδό- χος, που μ’ ένα κανάτι κρασί στο χέρι έτρεχε από τον ένα μουσαφίρη στον άλλο, γεμίζοντας τις κασσιτερένιες κούπες. Όχι κρεβάτι και στρώμα, μα ούτε άχυρα πια δεν έχω να σου δώσω. Τράβα παρακάτω. — Πάμε, παιδί μου! είπε ο γέρος αναστενάζοντας. Ούτε δω δε μας θέλουν... Μα το παιδάκι έπεσε στα χώματα και ακούμπησε το κεφάλι του στο πεζούλι της πόρτας. — Δεν μπορώ πια, παππού... μουρμούρισε. Έλα να κοιμηθού- με δω... Τα ματάκια του βασίλεψαν και αποκοιμήθηκε ευθύς. Ένας νέος χωρικός, που έβγαινε κείνη την ώρα από τον ξενώνα, δεν είδε το παιδί και κόντεψε να το χτυπήσει. Ο γέρος άπλωσε το χέρι και τον βάσταξε. — Πρόσεχε! φώναξε. Ο χωρικός σταμάτησε και, βλέποντας το κοριτσάκι, έσκυψε και το σήκωσε. — Άλλο μέρος δε βρήκες, άνθρωπέ μου, να κοιμήσεις το παι- δί; είπε αγανακτισμένος. Κόντεψα να το σκοτώσω! Δεν το παίρ- νεις μέσα το δύστυχο, να το πλαγιάσεις σε κανένα κρεβάτι; — Δεν έχει θέση, αποκρίθηκε ο γέρος αποθαρρυμένος, κανένας δε μας δέχεται! Όλα τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα και δεν ξέρω πού να πάγω! — Αμέ βέβαια είναι γεμάτα! Δεν ήξερες να το συλλογιστείς πρωτύτερα; Σε πανηγύρι έρχεσαι, χριστιανέ μου, και τέτοια ώρα φτάνεις;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=