Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

T O N K A I Ρ Ο Τ ΟΥ Β ΟΥΛ ΓΑ Ρ Ο Κ Τ Ο Ν ΟΥ [23] γκρατεί ακόμα. Αλλά δεν πιστεύω να μπορέσει ποτέ να συμμορφωθεί με την πολιτισμένη ζωή της Θεσσαλονίκης. Μαζί με το γάλα της μάνας τους, αυτοί έχουν βυζάξει και την ανίκητη αγάπη της ελευθερίας και των βουνών τους. Ο Κατεπάνω χαμογέλασε. — Αυτό, είπε, δεν μπορώ να τους το προσάψω. Αν μας έπαιρναν εμάς στα βουνά τους, και μεις θα είχαμε τον ανί- κητο πόθο της πατρίδας μας. Και συ, Νικήτα, δε θα έμενες αν σ’ έπιαναν. Ο Νικήτας ανατρίχιασε. — Παναγία μου, μουρμούρισε, καλύτερα θάνατος! Ο Κατεπάνω πήρε από το γραφείο του διάφορα έγγραφα τυλιγμένα και τα έδωσε του Νικήτα. — Παράδωσε αυτά του Αυτοκράτορα, είπε, αλλά πριν φύγεις αύριο, έλα πάλι να με δεις· έχω ακόμα μερικές οδη- γίες να σου δώσω και απόψε δεν προφθαίνω. Είναι ώρα να πάγω στην εκκλησία. Ο Νικήτας χαιρέτησε με σεβασμό και βγήκε από το δω- μάτιο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=