Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [22] — Τον είδα, στρατηγέ. Ήμουν εκεί όταν στεφανώθηκε την εξαδέλφη σου, την Ευδοξία. Λίγη ώρα ο Κατεπάνω έμεινε σκεπτικός. Ύστερα ρώτησε: — Πώς παραδέχεται την καινούρια του ζωή; Ο Νικήτας δεν αποκρίθηκε. — Μίλησέ μου ελεύθερα, είπε με κάποια λύπη ο Κατε- πάνω. Αγαπούσα πολύ την εξαδέλφη μου και θα την ήθελα ευτυχισμένη. Μα όταν την αγάπησε ο Βούλγαρος και μου εξήγησε ο Αύγουστος τις πολιτικές αιτίες που τον έκαναν να επιθυμεί τον γάμο αυτόν, δεν επέμεινα πια. — Η εξαδέλφη σου φαίνεται ευτυχισμένη, αποκρίθηκε ο Νικήτας. Αγαπά πολύ τον άντρα της. — Λοιπόν, γιατί διστάζεις να μιλήσεις; Ξέρεις τίποτα για τον Δραξάν; — Όχι, στρατηγέ, αλλά στην αρχή φαίνουνταν ενθουσια- σμένος με την ελευθερία και τον γάμο του. Ίσως και να μην περίμενε πως θα του χάριζε ο Αύγουστος τη ζωή, ύστερα από τόση αντίσταση που έκανε στα Βοδενά και γι’ αυτό του φαίνουνταν γλυκύτερη η συγχώρεση. Σε λίγο όμως άλ- λαξε. Η νοσταλγία των βουνών του τον έχει ξαναπιάσει. Το παράδειγμα του Νικουλιτσά, που βρίσκεται τώρα στη φυ- λακή από κει που ήταν ελεύθερος και πατρίκιος, τον συ- και τα δυο του παιδιά, ξέκοψε στα βουνά της πατρίδας του. Τον ξανάπιασαν όμως και τον έφεραν πίσω. Πάλι τον εσυγχώρησε ο Βασίλειος και για μερικά χρόνια ακόμα έζησε στη Θεσσαλονίκη ο Δραξάν. Ούτε όμως η καλοπέραση ούτε τα τέσσερα παιδιά του δεν τον έκαναν να ξεχάσει την πατρίδα του, και πάλι ξέκοψε και πάλι τον ξανάπιασε ο Βασίλειος, και αυτή τη φορά τον εσούβλισε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=