Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [20] από την ομοιότητα, πως ήταν γιος της· το άλλο, μικροκα- μωμένο, λιγνό, χλωμό, με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, όλο όνειρα γεμάτα, ήταν η αντίθεση του πρώτου. Ο Νικήτας χαιρέτησε βαθιά, μαζεύοντας το παιδάκι στην αγκαλιά του. Μα τα φώτα και οι ομιλίες ξύπνησαν το κο- ριτσάκι. Άνοιξε τα μάτια του και, βλέποντας το ξένο πρό- σωπο του χωρικού, τρόμαξε. — Παππού! Παππού! φώναξε αγριεμένο. — Εδώ είμαι, παιδί μου, έννοια σου, είπε ο γέρος. Και με αγάπη το πήρε από τα χέρια του Νικήτα και το έβαλε χάμω. — Τι όμορφο παιδάκι! Τίνος είναι; ρώτησε η αρχόντισσα — και αψηφώντας το χρυσοκέντητο μεταξωτό φόρεμά της, γονάτισε κοντά στο κοριτσάκι και το τράβηξε στην αγκα- λιά της. — Είναι τούτου του γέρου, Κυρία, αποκρίθηκε ο Νικήτας, και ο γέρος αυτός είναι ο πατέρας του καλύτερού μου φί- λου. Έφθασε χωρίς να ξέρει πως γίνουνταν πανηγύρι και δε βρήκε θέση σε κανέναν ξενώνα. Έρχεται από μακριά και είναι αποσταμένος. Τον έφερα εδώ, Κυρία, ξέροντας τη με- γάλη σου καρδιά. — Καλά έκανες, είπε η αρχόντισσα, μ’ ένα γλυκό χαμό- γελο. Καλώς ήλθες, γέρο. Το σπίτι είναι μεγάλο, θα βρούμε θέση και για σένα και για το παιδάκι σου. Κάθισε τώρα να ξεκουραστείς. Κι έδωσε διαταγή του επιστάτη να φροντίσει για τον γέρο και για το παιδί και να τους δώσουν ευθύς να φάγουν. Ωστόσο ένας δούλος είχε φωνάξει τον Νικήτα και τον οδήγησε στο δωμάτιο του διοικητή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=