Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
T O N K A I Ρ Ο Τ ΟΥ Β ΟΥΛ ΓΑ Ρ Ο Κ Τ Ο Ν ΟΥ [19] — Ο Κατεπάνω σε περιμένει. Διέταξε, σαν ξαναπεράσεις, να πας αμέσως στο δωμάτιό του. Ο γέρος αυτός τι θέλει μαζί σου; — Είναι δικός μου άνθρωπος, αποκρίθηκε ο Νικήτας. Άφησέ τον να περάσει. Μπήκαν στην αυλή με τους μαρμαρένιους δρόμους και τα πολύχρωμα ψηφιδωτά, με τα αλαβάστρινα σιντριβάνια που σκορπούσαν τα νερά τους κι έχυναν τη δροσιά τους στη ζεστή ατμόσφαιρα της αυγουστιάτικης βραδιάς. Ο Νι- κήτας προχωρούσε αδιάφορα, ούτε μια ματιά δεν έριχνε γύρω του. Μα ο γερο-Παγράτης, αμάθητος από αριστοκρα- τική πολυτέλεια, τον τράβηξε από το ρούχο για να του δείξει τη μαγευτική ομορφιά του κήπου, το χλωρό χορτάρι που σαν πυκνό χαλί πράσινο απλώνουνταν δεξιά, αριστερά, ανάμεσα στους δρόμους και τους ανθώνες, όπου τα μυρω- δάτα τριαντάφυλλα και οι υπερήφανοι κρίνοι σκορπούσαν το μεθυστικό τους μοσχοβόλημα. — Δε σταματάς να θαυμάσεις, αδελφέ; του είπε μαγεμένος. Ο Νικήτας γέλασε. — Δεν έχω καιρό, αποκρίθηκε. Έπειτα είδα και ωραιότε- ρα στα παλάτια της Πόλης... Όλες οι πόρτες του σπιτιού ήταν ανοιχτές. Μπήκαν ίσια σε μια μεγάλη μαρμαροστρωμένη σάλα, όπου μια αρχόντισ- σα, πλούσια ντυμένη και στολισμένη με πολύτιμα διαμαντι- κά, έδινε διαταγές του επιστάτη της που την άκουε με σε- βασμό. Πλάγι της στέκουνταν δυο αγόρια ως δώδεκα χρόνων, πλουσιοντυμένα κι αυτά με τα εορτάσιμά τους ρούχα. Το ένα, ψηλό, μελαχρινό, με ζωηρά καστανά μάτια, φαίνουνταν,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=