Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [18] είναι καλά ο Βασίλειος που τραβά τις σκοτούρες του θρόνου! Η αφεντιά του, ο Κωνσταντίνος, το γλέντι μόνο γυρεύει! Ο Νικήτας γέλασε. — Μη φωνάζεις τόσο δυνατά, είπε, μη σ’ ακούσει κανένας και του το πει! Τότε είναι που θα δοκιμάσεις τη δύναμή του! Σα θέλει να εκδικηθεί, θυμάται πως είναι βασιλιάς. Ο Παγράτης κοίταξε τρομαγμένος γύρω του, μα δεν είδε κανένα. — Το ποτάμι δεν έχει αυτιά, είπε, και βρισκόμαστε μα- κριά από το Ιερό Παλάτι. Έπειτα φεύγω αύριο. — Για πού; — Εσύ θα μου το πεις. Σαν απελπίστηκα από τον Αύ- γουστο τον Κωνσταντίνο, είπα να βρω τον μεγαλόψυχο αδελφό του. Μου είπαν πως βρίσκεται στη Βουλγαρία. Πή- ρα πάλι τα πόδια μου και γύρισα βόρεια. Τι τράβηξα, δε σου το λέγω. Έφθασα σήμερα εδώ αποσταμένος και είδες την απελπισία μου που ούτε κρεβάτι δε βρήκα να πλαγιάσω το παιδί. Ο Θεός με λυπήθηκε και σ’ έβαλε στον δρόμο μου. Εσύ τώρα θα μου πεις τι να κάνω και πού να πάγω να βρω τον Βασιλέα. — Καλά λες πως ο Θεός σε λυπήθηκε, γερο-Παγράτη, είπε ο Νικήτας, στην ώρα έφθασες. Αύριο φεύγω για τον Δούναβη όπου βρίσκεται ο Αυτοκράτορας. Τελείωσαν πια τα βάσανά σου! Θα σε πάρω μαζί μου. Κουβεντιάζοντας, έφθασαν σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό πα- λάτι με καμάρες μαρμαρένιες. Στην έξω πύλη φύλαγε ένας φρουρός. Ο Νικήτας έβγαλε απ’ τον κόρφο του ένα έγγραφο και αφού το εξέτασε ο φρουρός του το επέστρεψε λέγοντας:

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=