Τιμωρός (Pocket)

[ 18 ] Κανείς δεν τον άκουσε. Κανείς δεν νοιαζόταν. Ήταν ολομόναχος. «ΤΕΣΣΕΡΑ!» Απ’ το σημείο όπου στεκόταν, στον ψηλότερο λόφο του Λονδί- νου, είδε πολύχρωμες, φλογερές εκρήξεις να φωτίζουν μ’έναν κρό- το τον ουρανό της πόλης και να σκορπίζουν στο σκοτάδι. Το θέαμα ήταν πανέμορφο – σαν κάποιος απρόσεκτος Θεός να ’χε αδειάσει την κοσμηματοθήκη του στους αιθέρες. Και τότε κατάλαβε ότι μπορούσε να τα καταφέρει. Θα περνούσε τη σιδερένια καγκελόπορτα που υποτίθεται ότι εμπόδιζε τους κα- κούς και τους φτωχούς να μπουν και θα κατέβαινε τρέχοντας τον λόφο για να βρει βοήθεια. Αυτό θα ’κανε. Κι ο εφιάλτης θα λάβαινε τέλος. «ΤΡΙΑ!» Το σκυλί τους γάβγιζε πάλι, ενώ ο καπνός πύκνωνε ολοένα. Δεν έβλεπε πια την αδελφή του. Τώρα η οικογένειά του βασιζόταν σ’ αυτόν. «ΔΥΟ!» Άρχισε να τρέχει προς την καγκελόπορτα. «ΕΝΑ!» Τη στιγμή που το Νέο Έτος έμπαινε κι ο ουρανός πάνωθέ του φωτιζόταν σαν από μια πελώρια έκρηξη, το αμάξι έπεσε με ορμή πάνω του, πετυχαίνοντάς τον χαμηλά στο πίσω μέρος των ποδιών του. «ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!» Το αμάξι έτρεχε τόσο γρήγορα, που το σώμα του αναπήδησε με την πλάτη στο καπό κι έπειτα τινάχτηκε μπροστά, κι οι πίσω ρόδες πέρασαν πάνω απ’ τα πόδια του, συνθλίβοντάς τα σ’ έναν αιμάτινο χυλό πολτοποιημένης σάρκας και οστού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=