Τιμωρός (Pocket)

[ 17 ] «Έχει βάλει φωτιά στο σπίτι μας». Και τώρα το αγόρι είδε τον μαύρο καπνό που έβγαινε από ένα παράθυρο του ισογείου. «Πήγαινε να φέρεις βοήθεια» είπε το κορίτσι. «Εγώ πάω να πά- ρω το μωρό». Το αγόρι σκούπισε το πρόσωπό του και κατάπιε με δυσκολία τον εμετό που έκαιγε στο πίσω μέρος του λαιμού του καθώς η αδελφή του άρχισε να προχωράει τρεκλίζοντας προς το μέρος του φλεγόμενου σπιτιού. Ο καπνός είχε κιόλας πυκνώσει, οι φωνές από το πάρτι άξαφνα υψώθηκαν, και το αγόρι συνειδητοποίησε ότι εί- χε παγώσει και δεν μπορούσε να κουνηθεί. «ΔΕΚΑ!» Η αδελφή του γύρισε και τον κοίταξε μια τελευταία φορά, το πρόσωπό της λευκό στο φεγγαρόφως. «ΕΝΝΙΑ!» Την είδε να ανεβαίνει κουτσαίνοντας τη ράμπα του σπιτιού τους, κι έπειτα να τρεκλίζει προς την πλαϊνή είσοδο. Και μονομιάς κατά- λαβε με απόλυτη βεβαιότητα πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. «ΟΚΤΩ!» Ένα ρίγος παγωνιάς και φόβου τον διαπέρασε. Έπρεπε να σκε- φτεί γρήγορα. «ΕΠΤΑ!» Άκουγε ακόμη τους ήχους του εορτασμού απ’το κατάφωτο, γε- μάτο σαματά σπίτι, μα τώρα έμοιαζαν μακρινοί, αποκομμένοι από ό,τι καταλάβαινε, από οτιδήποτε έβγαζε πλέον νόημα. «ΕΞΙ!» Το αγόρι ούρλιαξε, λυγίζοντας απ’ τον πανικό και τη σύγχυση. «ΠΕΝΤΕ!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=