Τιμωρός (Pocket)

[ 15 ] Κι έπειτα ξάφνου έπεφτε, έπεφτε στο παγωμένο κενό και μονο- μιάς έβρισκε με δύναμη στον δρόμο, μ’ ένα γρύλισμα πόνου. Κοίταξε πάνω το παράθυρο του πρώτου. Η αδελφή του είχε βγάλει το ένα πόδι απ’ το παράθυρο, ενώ το άλλο βρισκόταν ακόμη στο δωμάτιο. Η σκοτεινή μορφή πρέπει να την είχε αρπάξει απ’τον λαιμό, γιατί τώρα την άκουγε να βγάζει πνιχτούς ήχους, και ναι, το αγόρι το έβλε- πε τώρα καθαρά – χοντρά δάχτυλα τυλιγμένα γύρω απ’την αλυσίδα που η αδελφή του φορούσε στον λαιμό της, να τη σφίγγουν σε μια γροθιά, σαν το λουρί ενός επικίνδυνου σκύλου. Η σκοτεινή μορφή προσπαθούσε να τη στραγγαλίσει. Κι έπειτα η αλυσίδα του κολιέ πρέπει να ’σπασε, γιατί η αδελ- φή του έπεφτε πλαγιαστά στο κενό –για ώρα πολλή, θαρρείς– και το αγόρι έκανε πίσω βιαστικά καθώς το έδαφος ορμούσε σκληρό προς το μέρος της. Κι έπειτα τη βοηθούσε να σηκωθεί κι εκείνη παραπατούσε, γιατί κάτι είχε πάθει το ένα της γόνατο, και οι δυο τους βγήκαν μαζί στον δρόμο. Έμεναν σ’ ένα περιφραγμένο συγκρότημα στο ψηλότερο ση- μείο της πόλης – έξι μεγάλες μονοκατοικίες πίσω από μια ψηλή σιδερένια καγκελόπορτα και τούβλινους τοίχους με διακριτικά απλωμένο αγκαθωτό συρματόπλεγμα στην κορυφή. Η πόλη του Λονδίνου απλωνόταν πέρα μακριά. Ήταν σαν να βρίσκονταν στην κορυφή του κόσμου. Άφησε την αδελφή του καταμεσής του δρόμου, να τρίβει τα μα- τωμένα της γόνατα, και διέσχισε τρέχοντας τον δρόμο που έβγαζε στο απέναντι σπίτι, όπου πάτησε με μανία το κουδούνι, στριγκλίζο- ντας για βοήθεια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=