Τιμωρός (Pocket)

[ 14 ] Κάποιος χτυπούσε. Ένα απαλό, σχεδόν παιχνιδιάρικο χτύπημα με τη λυγισμένη ρά- χη του δείκτη. Το αγόρι κοίταξε την αδελφή του. Η πόρτα φάνηκε να πιέζει το κούφωμα, σαν να δοκίμαζε να τη σπρώξει ένας δυνατός ώμος. Κι έπειτα το ξύλο τσάκισε κι έσπασε κι άνοιξε από απανωτές κλοτσιές. « Άμεση Δράση. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω; » «Χρειαζόμαστε βοήθεια» είπε το κορίτσι. «Κάντε κάτι, σας πα- ρακαλώ». Κι έπειτα το αγόρι βρέθηκε στο παράθυρο, να το ανοίγει, κι ο παγωμένος αέρας εισέβαλε στο δωμάτιο μαζί με κάποια από- μακρη μουσική, και ήχους από πάρτι και γέλια να πλανιούνται στον αέρα στα τελευταία αυτά λεπτά της τελευταίας μέρας του χρόνου. Κοιτώντας πίσω είδε την πόρτα να υποχωρεί, και μια σκοτεινή μορφή να υψώνεται στον διάδρομο, τεντώνοντας το χέρι μέσα απ’ το σπασμένο ξύλο για να πιάσει το κλειδί που το αγόρι είχε αφήσει στην κλειδαριά. Δεν έμοιαζε με άνθρωπο. Η μορφή στον διάδρομο έμοιαζε φτιαγμένη από κάποιο βαθύ- τερο σκοτάδι, και μόλις μπήκε στο δωμάτιο, το αγόρι την οσμίστη- κε – μια αποκρουστική μυρωδιά από ιδρώτα, αίμα και γεννητικά όργανα, μαζί με μια εργοστασιακή μπόχα σαν από παλιά αμάξια, νεκρούς κινητήρες, λιμνούλες γράσου. Μια φωνή αντηχούσε στο δωμάτιο απ’ το ακουστικό που κρα- τούσε η αδελφή του. « Παρακαλώ; Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Παρακαλώ; »

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=