Τιμωρός (Pocket)

[ 27 ] Ο τύπος στο μπαλκόνι κράδαινε ακόμη την καραμπίνα του. Μια μαύρη κυνηγετική. Είχε ένα στόχαστρο με λέιζερ, ένα έντονο πρά- σινο φωτάκι για να στοχεύεις, ολόιδιο με το φωσφορίζον φωτό- σπαθο του Λουκ Σκάιγουοκερ. Έμοιαζε με παιχνίδι · αλλά δεν ήταν. Είδα την πράσινη κουκκίδα του λέιζερ να διατρέχει το έδαφος –το γκαζόν στην είσοδο της πολυκατοικίας, την άσφαλτο του δρόμου– και να σταματά στο σημείο όπου βρισκόμασταν. Στέκαμε ακίνητοι. Όλοι και όλα είχαν παγώσει. Η πράσινη κουκ- κίδα στάθηκε πάνω μου, κι έπειτα πάνω στη Γουαϊτστόουν. Σαν να μην μπορούσε να διαλέξει μεταξύ των δυο μας. «Πέθανε, Πατ» είπα. «Ξέρω» είπε η Γουαϊτστόουν. Έστρεψε το βλέμμα της προς τα πίσω, στα οχήματα με τα έντο- να διακριτικά, το κίτρινο-μπλε των περιπολικών και το πράσινο- κίτρινο των τεθωρακισμένων. Ανάμεσά τους διέκρινα τη θαμπή γυαλάδα των πιστολιών και των πολυβόλων, τα κράνη μάχης με τη μεσαιωνική τους κυρτότητα, τα πρόσωπα των αστυνομικών τσιτω- μένα απ’ την αδρεναλίνη. Η Γουαϊτστόουν τούς φώναζε κάτι. Η πράσινη κουκκίδα του λέ- ιζερ τρεμόπαιξε ανάμεσα στους ταράνδους του πουλόβερ της και σταμάτησε ανάμεσά τους. «Σκοτώστε τον!» φώναξε εκείνη. Τότε άκουσα τις φωνές τους. «Τον έχω στο στόχαστρο!» είπε κάποιος. Μα δεν ακούστηκε πυροβολισμός. Και τότε συλλογίστηκα την παραφιλολογία που ακολουθούσε κάθε βολή από όπλο αστυνομικού. Την αυτόματη διαθεσιμότητα κι έπειτα την κάθε βολή να αναλύεται επ’ άπειρον, να γίνεται αντικεί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=