Τιμωρός (Pocket)

[ 19 ] Κάπου μακριά κόσμος πανηγύριζε. Κι έπειτα βρέθηκε πεσμένος ανάσκελα να κοιτά τον νυχτερινό ουρανό που ήταν πιο φωτεινός κι απ’ τη μέρα, γεμάτος ανάκατα χρώματα, κίτρινο, κόκκινο, άσπρο και πράσινο να εκρήγνυνται ανάμεσα στ’ αστέρια κι έπειτα να πέφτουν στη γη, κι ήταν τόσο γαλήνια εκεί στον δρόμο, να κοιτάει τον ουρανό, ώσπου ο πόνος ήρθε και τον έκανε κτήμα του, ένας πόνος που σε κάνει να ξερνάς τα συκώτια σου, και το αγόρι αισθάνθηκε την πραγματικότητα των διαλυμένων του ποδιών, κι ο πόνος ήταν τόσο σπαρακτικός που ξεπερνούσε τις αντοχές του. Κοίταζε τα πυροτεχνήματα που άναβαν τη νύχτα χωρίς πια να τα βλέπει, γιατί τώρα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα απ’τον πόνο. Ξέρασε πηχτό αίμα, και ξάφνου αντιλήφθηκε μια σκο- τεινή μορφή να σκύβει αποπάνω του. «Βοήθεια» είπε το αγόρι. «Σας παρακαλώ». Η σκοτεινή μορφή τον σήκωσε. Με χέρια δυνατά. Καλοσυνάτα. Το αγόρι δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν ήξερε κατά πόσο έπρεπε να κουνηθεί. Ίσως δεν ήταν και τόσο σοφή κίνηση. Αλλά ένιωθε ζαλισμένος απ’ την ευγνωμοσύνη. Μέχρι που μύρισε το ίδιο δύσοσμο κοκτέιλ ταγκιασμένου ιδρώτα και χρησιμοποιημένου γράσου, μια αποφορά μηχανής κι ανθρώπου συγχρόνως. Μέχρι που είδε ότι τα μπράτσα και τα χέρια που τον βαστούσαν σαν να είχε το βάρος ενός φτερού ήταν μουσκεμένα απ’το αίμα της οικογένειάς του. Τώρα τα πυροτεχνήματα στον ουρανό του Λονδίνου είχαν ξε- σπάσει σ’ ένα όργιο πολυχρωμίας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=