Timeless: Ο Ντιέγκο και οι φύλακες του απερατλαντικού
24 h Ο Ντιέγκο καθόταν σε ένα σκαμνί και κοιτούσε το τερά- στιο μάτι του ρομπότ πάνω στον κεντρικό πάγκο. Μελετού- σε τις γεωμετρικές ιδιαιτερότητες της ίριδάς του. Λειτουρ- γούσε σαν διάφραγμα κάμερας της Μέσης Εποχής. Ο Ντιέ- γκο φανταζόταν τα μεταλλικά ελάσματα να ανοίγουν σαν πέταλα λουλουδιού. Φανταζόταν πώς θα πυροδοτούνταν τα μικροσκοπικά έμβολα το ένα μετά το άλλο, πώς θα συνδέο- νταν με τους επεξεργαστές ατμού. Ήταν σαν να ήξερε πώς θα λειτουργούσαν οι μηχανισμοί, σαν να αισθανόταν τον σκοπό τους. Αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν που ένιωθε κι ο πατέρας του. Όλοι στο Νέο Σικάγο θεωρούσαν τον Σαντιάγο ιδιοφυΐα: τον σπουδαιότερο νου της νέας εποχής. Ήταν ένας εφευρέ- της, ένας οραματιστής. Κάποιοι τον είχαν αποκαλέσει ακό- μα και τσαρλατάνο, ισχυρίζονταν πως οι δημιουργίες του ήταν τόσο μεγαλοφυείς που δεν μπορεί παρά να κρυβόταν κάποιο τέχνασμα ή απάτη από πίσω τους – δεν είχαν δει όμως όλοι αυτοί ποτέ τον Σαντιάγο απορροφημένο από το έργο του. «Με άκουσες, Ντιέγκο;» «Ναι, μπαμπά, συγγνώμη». Ο Ντιέγκο σηκώθηκε από το σκαμνί. Την ίδια στιγμή βρέθηκε να στέκεται σε ένα από τα πα- νύψηλα παράθυρα του εργαστηρίου. Είχε μετακινηθεί χωρίς να κουνήσει. Ονειρεύομαι , σκέφτηκε σαν σε παραζάλη. Οι άκρες των ματιών του κολυμπούσαν στο σκοτάδι. Τράβηξε στην άκρη τις βαριές κουρτίνες. Δυνατό φως της μέρας ξεχύθηκε στο δωμάτιο. «Φτάνει τόσο;» ρώτησε κοιτώντας πίσω. Καμία απάντηση.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=