Θουκιδίδη Ιστορία Α Λυκείου
5η ΔIΔΑKTIKH ΕNOTHTΑ 3, Kεφ. 74, 1-3 [ 122 ] ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 3ο ΒΙΒΛΙΟ δείσαντες: μτχ. αορ. του ρ. δέδοικα ή δέδια (= φοβάμαι) δέδοικα / δέδια, ἐδεδοίκειν / ἐδεδίειν, δείσομαι / (δείσω), ἔδεισα ομόρρ.: δέος, άδεια, περιδεής, δειλός, δεινός, δεισιδαιμονία, αδειούχος, επιδεί- νωση, δεινότητα ὀλίγοι: ονομ. πληθ. αρσ. γένους, θετικού βαθμού του επιθ. της β΄ κλίσης ὀλίγος, -η, -ον· συγκριτικός: ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον· υπερθετικός: ὀλίγιστος, -η, -ον κρατήσειεν: ευκτ. αορ. του ρ. κρατέω -ῶ κρατῶ, ἐκράτουν, κρατήσω, ἐκράτησα, κεκράτηκα, ἐκεκρατήκειν ομόρρ.: κράτος, κρατικός, κραταιός, κρατητήριο, ακράτητος, ασυγκράτητος, εγκρατής, εγκράτεια, επικράτηση, αυτοκρατορία, παντοκράτορας, κρατικοποίη- ση, διακρατικός, παρακράτηση ἐπελθὼν: μτχ. αορ. β΄ του ρ. ἐπέρχομαι / ἔπειμι (ἐπὶ + ἔρχομαι / εἶμι)· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 351 , 2 ) ἐπέρχομαι / ἔπειμι, ἐπῇα / ἐπῄειν, ἔπειμι / (ἐπελεύσομαι), ἐπῆλθον, ἐπελήλυθα, ἐπεληλύθειν ομόρρ.: προσέλευση, διέλευση, ιταμότητα, εισιτήριο, προϊόν, ανεξίτηλος, ισθμός, ερχομός, απρόσιτος, αμαξιτός, ελευθερία σφᾶς: αιτ. πληθ. γ΄ προσώπου της προσωπικής αντων. (βλ. Γραμμ. α.ε. § 222 ) διεφθείρειεν: ευκτ. αορ. του ρ. διαφθείρω (διὰ + φθείρω) διαφθείρω, διέφθειρον, διαφθερῶ, διέφθειρα, διέφθαρκα / (διέφθορα), διεφθάρκειν ομόρρ.: φθορά, διαφθορά, διεφθαρμένος, αδιάφθαρτος, αδιάφθορος, φθαρτός, άφθαρτος, ψυχοφθόρος, διαφθορέας ἐμπιπρᾶσι: οριστ. ενεστ. του ρ. ἐμπί(μ)πρημι (ἐν + πίμπρημι)· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 347 , 2 ) ἐμπί(μ)πρημι, ἐνεπί(μ)πρην / ἐνεπί(μ)πρων, ἐμπρήσω, ἐνέπρησα, (ἐμπέπρηκα) ομόρρ.: εμπρηστής, εμπρησμός, εμπρηστικός, πρήζω, πρήξιμο, πρησμένος ᾖ: υποτ. ενεστ. του ρ. εἰμί· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 275 ) εἰμί, ἦ / ἦν, ἔσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, ἐγεγόνειν ομόρρ.: ουσία, ουσιώδης, ουσιαστικός, περιουσία, παρουσία, απουσιάζω, απών, παρόν, όντως, εξουσία, πεμπτουσία, ετυμολογία, ετυμηγορία φειδόμενοι: μτχ. ενεστ. του ρ. φείδομαι φείδομαι, ἐφειδόμην, φείσομαι, ἐφεισάμην, (πέφεισμαι) ομόρρ.: φειδώ, φειδωλός, αφειδώς χρήματα: ονομ. πληθ. ουδ. γένους του ουσιαστικού της γ΄ κλίσης τὸ χρῆμα - τοῦ χρήματος πολλὰ: ονομ. πληθ. ουδ. γένους, θετικού βαθμού του ανώμαλου επιθ. πολύς, πολ- λή, πολύ· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 184 , 1 )· συγκριτικός: ὁ, ἡ πλείων / πλέων, τὸ πλέον· υπερθετικός: πλεῖστος, -η, -ον
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=