Θουκιδίδη Ιστορία Α Λυκείου
5η ΔIΔΑKTIKH ΕNOTHTΑ 3, Kεφ. 74, 1-3 ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 3ο ΒΙΒΛΙΟ [ 121 ] ομόρρ.: γένεση, γενιά, γένος, γόνος, γονέας, γενέτειρα, ευγενής, αγένεια, γενέ- θλια, γνήσιος, εγγονός, επίγονοι, απόγονος, πρόγονος, νεογνό, προγενέστερος, ενδογενής, δευτερογενής, γενικός, γενεσιουργός, γενεαλογία, γόνιμος, γονίδιο, γέννα, γέννηση, γενναιότητα, συγγένεια, άγονος, οικογένεια, παθογόνος νικᾷ: οριστ. ενεστ. του ρ. νικάω -ῶ νικῶ, ἐνίκων, νικήσω, ἐνίκησα, νενίκηκα, ἐνενικήκειν ομόρρ.: νικητής, ανίκητος, επινίκια, νικητήριος, νίκη, νικηφόρος ἰσχύι: δοτ. εν. θηλ. γένους του ουσιαστικού της γ΄ κλίσης ἡ ἰσχὺς - τῆς ἰσχύος πλήθει: δοτ. εν. ουδ. γένους του ουσιαστικού της γ΄ κλίσης τὸ πλῆθος - τοῦ πλήθους προύχων: μτχ. ενεστ. του ρ. προέχω (πρὸ + ἔχω) προέχω, προεῖχον, προέξω / προσχήσω, προέσχον, προέσχηκα, προεσχήκειν ομόρρ.: έξη, εξής, σχέση, σχεδόν, σχέδιο, σχήμα, σχολείο, ισχύς, οχυρός, ισχυ- ρογνώμονας, συνοχή, ανθεκτικός, κακουχία, καχεκτικός, ένοχος, κατοχή, δια- δοχικός, παροχή, μέτοχος, ραβδούχος, νουνεχής, εχεμύθεια, ακάθεκτος, ευεξία, εχέγγυο, ηνίοχος γυναῖκες: ονομ. πληθ. θηλ. γένους του ανώμαλου ουσιαστικού ἡ γυνὴ - τῆς γυναι- κός· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 149 , 3 ) αὐτοῖς: δοτ. πληθ. αρσ. γένους της επαναληπτικής αντων. αὐτός, αὐτή, αὐτὸ ξυνεπελάβοντο: οριστ. αορ. β΄ του ρ. ξυνεπιλαμβάνομαι (ξ(σ)ὺν + ἐπὶ + λαμβάνομαι) ξυνεπιλαμβάνομαι, ξυνεπελαμβανόμην, ξυνεπιληφθήσομαι, ξυνεπελαβόμην / ξυνε- πελήφθην, ξυνεπείλημμαι, ξυνεπειλήμμην ομόρρ.: λήμμα, λήψη, λήπτης, πρόσληψη, προληπτικός, προκατειλημμένος, παραλαβή, κατάληψη, περιληπτικός, αντιληπτός, μετάληψη, λαβή, χειρολαβή, εργολάβος, δικολάβος, μουσόληπτος, θρησκόληπτος, επιληψία, ευλαβής, λαβώ- νω, λάφυρο, ασύλληπτος, δανειολήπτης, λαβίδα, λάβρα, δίλημμα βάλλουσαι: μτχ. ενεστ. του ρ. βάλλω βάλλω, ἔβαλλον, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, ἐβεβλήκειν ομόρρ.: βέλος, βελόνη, βολή, βλήμα, διαβλητός, αδιάβλητος, διάβολος, περίβο- λος, περίβλημα, υποβολέας, απόβλητος, εμβόλιο, έμβλημα, αναβολή, παραβο- λή, ανυπέρβλητος, δισκοβόλος φύσιν: αιτ. εν. θηλ. γένους του ουσιαστικού της γ΄ κλίσης ἡ φύσις - τῆς φύσεως ὑπομένουσαι: μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπομένω (ὑπὸ + μένω) ὑπομένω, ὑπέμενον, ὑπομενῶ, ὑπέμεινα, ὑπομεμένηκα ομόρρ.: μονή, παραμονή, υπομονή, ανυπόμονος, ανυπομονησία, υπομονετικός, μοναστήρι, διαμονή, επίμονος, μόνιμος, μονιμότητα, αναμονή, εμμονή, προσμονή γενομένης: μτχ. αορ. β΄ του ρ. γίγνομαι· βλ. στο γίγνεται
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=