Θουκιδίδη Ιστορία Α Λυκείου

5η ΔIΔΑKTIKH ΕNOTHTΑ 3, Kεφ. 74, 1-3 [ 124 ] ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 3ο ΒΙΒΛΙΟ ναῦς: ονομ. εν. θηλ. γένους του ανώμαλου ουσιαστικού ἡ ναῦς - τῆς νεώς· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 150 , 11 ) κεκρατηκότος: μτχ. παρακ. του ρ. κρατέω -ῶ· βλ. στο κρατήσειεν ὑπεξανήγετο: οριστ. παρατ. του ρ. ὑπεξανάγομαι (ὑπὸ + ἐξ(κ) + ἀνὰ + ἄγομαι) ὑπεξανάγομαι, ὑπεξανηγόμην, ὑπεξανάξομαι / ὑπεξαναχθήσομαι, ὑπεξανηγαγό- μην / ὑπεξανήχθην, ὑπεξανῆγμαι / ὑπεξανηγμένος εἰμί, ὑπεξανήγμην / ὑπεξανηγ- μένος ἦν ομόρρ.: αγωγή, αγωγός, παραγωγή, παραγωγός, παραγωγικότητα, απαγωγέας, διαγωγή, αγώνας, άξονας, αγέλη, άγημα, παρείσακτος, ανάγωγος, υδραγωγείο, λοχαγός, ξεναγός, οδηγός, καταγωγή, προαγωγή, επαγωγικός ἐπικούρων: γεν. πληθ. αρσ. γένους του επιθ. της β΄ κλίσης ὁ, ἡ ἐπίκουρος, τὸ ἐπί- κουρον πολλοὶ: ονομ. πληθ. αρσ. γένους του ανώμαλου επιθ. πολύς, πολλή, πολύ· βλ. στο πολλὰ λαθόντες: μτχ. αορ. β΄ του ρ. λανθάνω λανθάνω, ἐλάνθανον, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, ἐλελήθειν ομόρρ.: λάθος, λήθη, λαθραίος, αληθής, αλήθεια, αληθινός, φιλαλήθης, λήθαρ- γος, λησμονώ, αληθοφανής, λάθρα, αλάθητος, λαθρεμπόριο, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός, λαθροχειρία διεκομίσθησαν: οριστ. παθ. αορ. του ρ. διακομίζομαι (διὰ + κομίζομαι) διακομίζομαι, διεκομιζόμην, διακομιοῦμαι / διακομισθήσομαι, διεκομισάμην / διε- κομίσθην, διακεκόμισμαι, διεκεκομίσμην ομόρρ.: συγκομιδή, αποκόμιση, κόμιστρα, μετακόμιση, προσκόμιση Ε τ υμολογ ι κά ἰσχὺς (ἡ ἰσχὺς): < ἴσχω (άλλος τύπος του ἔχω ) πλήθει (τὸ πλῆθος): < πίμπλημι (= γεμίζω  /  χορταίνω) φύσιν (ἡ φύσις): < φύω θόρυβον (ὁ θόρυβος): < θροῦς < θρέω (= φωνάζω δυνατά) τροπῆς (ἡ τροπὴ): < τρέπω ὀψίαν (ὄψιος): < ὀψὲ (= αργά) αὐτοβοεὶ: < αὐτὸς + βοὴ ἀγορᾶς (ἡ ἀγορὰ): < ἀγείρω ἔφοδος (ἡ ἔφοδος): < ἐπὶ + ὁδὸς οἰκείας (οἰκεῖος): < οἶκος ἀλλοτρίας (ἀλλότριος): < ἄλλος χρήματα (τὸ χρῆμα): < χρῶμαι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=