Θουκιδίδη Ιστορία Α Λυκείου

5η ΔIΔΑKTIKH ΕNOTHTΑ 3, Kεφ. 74, 1-3 ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 3ο ΒΙΒΛΙΟ [ 123 ] κατεκαύθη: οριστ. παθ. αορ. του ρ. κατακαίομαι (κατὰ + καίομαι) κατακαίομαι / κατακάομαι, κατεκαιόμην, κατακαυθήσομαι, κατεκαύθην, κατακέκαυ- μαι, κατεκεκαύμην ομόρρ.: καύση, καυστικός, έγκαυμα, άκαυστος, πυρίκαυστος, πυρκαγιά, καυστι- κός, διακαής, καύσωνας, καψάλισμα, καυτηρίαση, καυτερός πόλις: ονομ. εν. θηλ. γένους του ουσιαστικού της γ΄ κλίσης ἡ πόλις - τῆς πόλεως· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 111 ) ἐκινδύνευσε: οριστ. αορ. του ρ. κινδυνεύω κινδυνεύω, ἐκινδύνευον, κινδυνεύσω, ἐκινδύνευσα, κεκινδύνευκα ομόρρ.: κίνδυνος, κινδυνολογία, επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, διακινδυνεύω, παρακινδυνεύω πᾶσα: ονομ. εν. θηλ. γένους του επιθ. της γ΄ κλίσης πᾶς, πᾶσα, πᾶν· (βλ. Γραμμ. α.ε. § 172 ) διαφθαρῆναι: απαρ. παθ. αορ. β΄ του ρ. διαφθείρομαι (διὰ + φθείρομαι) διαφθείρομαι, διεφθειρόμην, διαφθεροῦμαι / διαφθαρήσομαι, διεφθάρην, διέ- φθαρμαι, διεφθάρμην ομόρρ.: φθορά, διαφθορά, διαφθορέας, διεφθαρμένος, φθαρτός, άφθαρτος, φθαρμένος, αδιάφθαρτος, αδιάφθορος, ψυχοφθόρος ἐπεγένετο: οριστ. αορ. β΄ του ρ. ἐπιγίγνομαι (ἐπὶ + γίγνομαι) ἐπιγίγνομαι, ἐπεγιγνόμην, ἐπιγενήσομαι, ἐπεγενόμην / (ἐπεγενήθην), ἐπιγέγο- να / ἐπιγεγονὼς εἰμὶ / ἐπιγεγένημαι, ἐπεγεγόνειν / ἐπιγεγονὼς ἦν / ἐπεγεγενήμην ομόρρ.: βλ. στο γίγνεται φλογὶ: δοτ. εν. θηλ. γένους του ουσιαστικού της γ΄ κλίσης ἡ φλὸξ - τῆς φλογὸς ἐπίφορος: ονομ. εν. αρσ. γένους του επιθ. της β΄ κλίσης ὁ, ἡ ἐπίφορος, τὸ ἐπίφορον αὐτὴν: αιτ. εν. θηλ. γένους της επαναληπτικής αντων. αὐτός, αὐτή, αὐτὸ παυσάμενα: μτχ. αορ. του ρ. παύομαι παύομαι, ἐπαυόμην, παύσομαι / παυσθήσομαι / (παυθήσομαι), ἐπαυσάμην / ἐπαύ- σθην / (ἐπαύθην), πέπαυμαι, ἐπεπαύμην ομόρρ.: παύση, κατάπαυση, παύλα, ανάπαυλα, πάψιμο, ανάπαυση, αναπαυτικός ἑκάτεροι: ονομ. πληθ. αρσ. γένους της αόριστης επιμεριστικής αντων. ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον ἡσυχάσαντες: μτχ. αορ. του ρ. ἡσυχάζω ἡσυχάζω, ἡσύχαζον, ἡσυχάσω / (ἡσυχάσομαι), ἡσύχασα ομόρρ.: ησυχία, ησυχαστήριο, ησυχασμός, ήσυχος, ανήσυχος, ανησυχία, καθη- συχαστικός, εφησυχασμός νύκτα: αιτ. εν. θηλ. γένους του ουσιαστικού της γ΄ κλίσης ἡ νὺξ - τῆς νυκτὸς ἦσαν: οριστ. παρατ. του ρ. εἰμί· βλ. στο ᾖ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=