Θνητοί θεοί (Ο πόλεμος της θεάς 2)

[ 22 ] Εικόνες ξεπηδούσαν στον νου της Αθηνάς: είδε τη Δήμητρα να σηκώνεται από τη γη και να τινάζεται. Δεν ήταν πια μια μεγάλη δερμάτινη έκταση μα μια γυναίκα με μαλλιά καστανά που έπεφταν κυματιστά ίσαμε τη μέση της και βαθιά μαύρα μάτια. Είδε τον Ερμή γεμάτο μυς και πάλι, με μια όμορφη κα- μπύλη να στολίζει το μάγουλό του όταν χαμογελούσε. Είδε τον Απόλλωνα, τον Άινταν, λαμπερό και τέλειο όπως πάντα, με την Κασσάνδρα στο πλευρό του. Σκεφτόταν κι ονειρευόταν. Για αδικίες που διορθώνονταν. Για αποκατάσταση εκείνων που δε θα γίνονταν ποτέ ξανά. Το αδύνατο πλανιόταν σαν φως μες στο στήθος της και την έκανε να θέλει . Να γίνει ηρωίδα. Να νιώσει ζωντανή. Όσο ζωντανή είχε νιώσει εκείνη τη μέρα στον δρόμο πάνω από τη λίμνη Σένε- κα, όταν είχε ορμήσει εναντίον της Ήρας με σίδερο στη γροθιά. «Νικήσαμε» είπε σιγανά. «Η Ήρα κι εγώ αναζητούσαμε τη μάντισσα, μα τη βρήκα πρώτη. Η αντίπαλη πλευρά ήταν πιο ισχυρή και πήγαν όλα στραβά. Η δική μας πλευρά ήταν διασκορ- πισμένη και έκανε τρομερές επιλογές, παρ’ όλα αυτά νικήσαμε. Η Ήρα και ο Ποσειδώνας είναι νεκροί, ενώ η Αφροδίτη έτρεξε να κρυφτεί. Και τώρα έχω το κορίτσι που σκοτώνει θεούς. Και τον Οδυσσέα, που μπορεί να με οδηγήσει στα υπόλοιπα όπλα». Είχε τον Ερμή και στρατιώτες ικανούς, τον Χένρι και την Άντι. Είχε και τον εαυτό της. Τη θεά της μάχης. «Έχεις πολλά» συμφώνησε η Δήμητρα. «Δε θέλω να υποφέρουν κι άλλο» είπε η Αθηνά και ήταν αλήθεια. Ο Ερμής, ο Οδυσσέας και η Κασσάνδρα είχαν περάσει αρκετά. Δεν μπορούσε όμως να αρνηθεί τη δίψα που μεγάλωνε καθημερινά στα σωθικά της. Δεν μπορούσε να αρνηθεί την αγαλ- λίαση που είχε νιώσει με την πτώση της Ήρας στον δρόμο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=