Θέα Ακρόπολη

ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ 17 κλαιγόσουν για τη χορεύτρια, ποιος σε παρηγορούσε; O κολλητός σου ο Παρμενίων, η όρθια αρκούδα; Τον είχε σι- χαθεί τον Τριπόδη με τις τυπικές καλημέρες του κάθε πρωί, κλεισμένο στο κουβούκλιο, δίπλα στο ρολόι που χτυπούσαν κάρτα οι υπάλληλοι, στο έμπα της εισόδου του προσωπικού. Ήταν βαθιά η ικανοποίησή της όταν τελείωνε η βάρδια της και ήταν αυτός υπηρεσία στο κουβούκλιο, γιατί καταλάβαι- νε πως ο Τριπόδης δεν τολμούσε να της πει ν’ ανοίξει την τσάντα της πριν φύγει, να ελέγξει για τυχόν κλοπές, κι ού- τε βέβαια θα το ’κανε η Θέκλα από μόνη της, όπως έκαναν όλοι. Ήταν κι αυτό ένας προσωπικός της θρίαμβος: ν’ ακυ- ρώνει τον ρόλο όποιου αντιπαθούσε. «Μπήκα από μπροστά, χτυπάω την κάρτα και πάω στον όροφο». «Καλή δουλίτσα…» «Σκατά στα μούτρα σου» μουρμούρισε μέσα από τα δό- ντια της. Η Θέκλα έβριζε∙ έβριζε για να μην τρελαθεί, όπως τότε με τον Παρμενίωνα που του φώναξε «τελείωσε», γιατί λίγο πριν της είχε δώσει μια μπουνιά στο στόμα, και πονούσε, δεν ένιωθε τα δόντια της, τα χείλη της είχαν πρηστεί, και ήταν και έγκυος στον έκτο μήνα. «Τελείωσε! Τε-λεί-ω-σε!», κι ο Παρμενίων την έφτυσε με λύσσα, την έφτυσε στο πρό- σωπο, και η Θέκλα τού φώναζε «τελείωσε» σαν υστερική, ούρλιαζε και το εννοούσε∙ κι ούτε δέχτηκε να κάνει πίσω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=