Θα γίνω ποτάμι

19 Θ Α Γ Ι Ν Ω Π Ο Τ Α Μ Ι Πράγματι, αυτό το ταλαιπωρημένο πεζοδρόμιο οδη- γούσε παντού. Πέρα από το πανδοχείο του Ντάνλαπ, εί- χαμε το ξενοδοχείο Αϊόλα για τους πιο εξεζητημένους, καθώς και την ταβέρνα, πιο πίσω, για τους πότες. Το πρα- τήριο του Τζέρνιγκαν, χρωματοπωλείο και ταχυδρομείο ταυτόχρονα, το καφενείο που μονίμως ανέδιδε μυρωδιά καφέ και μπέικον και το μαγαζάκι των Τσάπμαν, με ποι- κιλία τροφίμων, πάγκο αλλαντικών και μπόλικα κουτσο- μπολιά. Στη δυτική άκρη, ορθωνόταν ο μεγάλος στύλος με τη σημαία, ανάμεσα στο σχολείο όπου πήγαινα κάποτε και στη λευκή ξύλινη εκκλησία, που όλοι στην οικογένεια την επισκεπτόμασταν, καθαροί και περιποιημένοι, κάθε Κυριακή, όταν ζούσε η μητέρα. Παρακάτω, η οδός Μέιν κατηφόριζε την πλαγιά απότομα σαν τελεία στος τέλος μιας σύντομης πρότασης. Πήγαινα στην ίδια κατεύθυνση με τον ξένο –στη χαρτο- παικτική λέσχη, πίσω από το μαγαζί του Τζέρνιγκαν, για να πάρω αποκεί σηκωτό τον αδελφό μου–, μα δεν ήθελα να τον ακολουθώ κιόλας. Κοντοστάθηκα σε μια γωνιά, με το χέρι κόντρα στον μεσημεριανό ήλιο, για να τον παρατη- ρήσω καθώς εκείνος προχωρούσε. Περπατούσε αργά, χα- λαρά, λες και ο μοναδικός προορισμός του ήταν το επόμε- νο βήμα του, τα χέρια του κρέμονταν δεξιά κι αριστερά, το κεφάλι του σαν να έμενε απειροελάχιστα πίσω από τον βη- ματισμό του. Το λερωμένο λευκό φανελάκι κολλούσε στο σώμα του, κάτω από τις τιράντες της φόρμας του. Ήταν λεπτός, με γεροδεμένες πλάτες εργάτη. Γύρισε απότομα, λες κι ένιωσε το βλέμμα μου, μ’ ένα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=