Θα γίνω ποτάμι

17 Ένα 1948 Δ εν ήταν από κείνους που σου γεμίζουν το μάτι. Όχι στην αρχή τουλάχιστον. «Συγγνώμη» μου είπε ο νεαρός, ανασηκώνοντας με τα λερωμένα δάχτυλά του, αντίχειρα και δείκτη, το γείσο του φθαρμένου κόκκινου καπέλου του. «Αποδώ πάνε για το πανδοχείο;» Τόσο απλά. Μια συνηθισμένη ερώτηση από έναν βρό- μικο ξένο που περπατούσε στην οδόΜέιν, τη στιγμή ακρι- βώς που έφτασα στη διασταύρωσή της με τη Νορθ Λόρα. Ηφόρμα εργασίας και τα χέρια του ήταν καρβουνιασμέ- να, μα εμένα μου φάνηκαν λιγδιασμένα απ’ τα αγροτικά μηχανήματα ή λασπωμένα απ’ τα χώματα στα χωράφια, κι ας παραήταν μαύρα για τέτοιες δουλειές. Τα μάγουλά του, μουτζουρωμένα. Το μελαψό δέρμα του έλαμπε απ’ τον ιδρώτα που έσταζε. Τα ίσια μαύρα μαλλιά του προεξείχαν κάτω απ’ το καπέλο του. Εκείνη η φθινοπωρινή μέρα ξεκίνησε όπως πάντα, σαν το κουάκερ με τα τηγανητά αυγά που είχα σερβίρει για πρωινό στους άντρες της οικογένειας. Δεν παρατήρησα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=