Θα γίνω ποτάμι

33 Θ Α Γ Ι Ν Ω Π Ο Τ Α Μ Ι «Τον καριόλη, τον μαυροτσούκαλο…» «Σεθ, βρομάς» τον διέκοψα. «Χειρότερα κι απ’ το χοι- ροστάσιο που καλά θα κάνεις να πας να το συμμαζέψεις πριν γυρίσει ο μπαμπάς». «Ναπάει να γαμηθεί ομπαμπάς» μούγκρισε, παίρνοντας θάρρος από το μεθύσι του, τραβώντας μια βαθιά τζούρα και πετώντας το τσιγάρο στον δρόμο. «Κάνε μια φορά αυτό που σου λένε, να γλιτώσουμε όλοι μας από ένα σωρό μπελάδες, επιτέλους» είπα, πατώντας το τσιγάρο κι έπειτα ρίχνοντας μια λοξή ματιά στον Γουίλ που στεκόταν στη βεράντα του πανδοχείου και με διάβαζε σαν ιστορία μυστηρίου. «Πρώτα θαβγάλουνφτερά τα γουρούνιακαι θαπετάξουν μακριά από το βρομοπαχνί τους και μετά θα δεχτώ εντολές από σένα, κοριτσάκι μου. Μη νομίζεις ότι…» «Πάψε, Σεθ» είπα κι αναστέναξα. «Πάψε που να πάρει ο διάβολος». Δεν άντεχα να τον ακούω άλλο. Εκείνη τη στιγμή, τον μισούσα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η απέχθειά μου είχε σίγουρα κάποια σχέση με τον Γουίλ. Και είχε προ πολλού σχέση με τον μπαμπά και τον θείο Ογκ, καθώς και με τη μαμά, τον εξάδελφο και τη θεία που είχα ήδη αρχίσει να ξεχνάω. Μα κυρίως, η αποστροφή μου για τον Σεθ, άγρια κι αιχμηρή σαν γαϊδουράγκαθο, γινόταν όλο και πιο έντονη, μέρα με τη μέρα, στην πορεία της κοινής μας ζωής. Άρχισα να τον σπρώχνωαπό πίσωμε όλημου τη δύναμη. Δεχόταν το ένα χτύπημα μετά το άλλο, σκόνταφτε, έβριζε, μουρμούριζε κι ανέμιζε την μπίρα του ασταμάτητα, μα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=