Θα γίνω ποτάμι

31 Θ Α Γ Ι Ν Ω Π Ο Τ Α Μ Ι «Άλλωστε» πρόσθεσε «είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω σ’ αυτή την πόλη». «Δεν με ξέρεις» είπα. «Όχι καλά, πάντως». «Φυσικά και σε ξέρω» απάντησε χαμογελώντας. «Είσαι η δεσποινίς Βικτόρια, η βασίλισσα της Αϊόλας». Έσκυψε, ανεμίζοντας το χέρι του, σαν να υποκλίνεται τάχα σε γαλα- ζοαίματη, κι εγώ γέλασα. Έπειτα στάθηκε όρθιος και με κοίταξε τόσο επίμονα που νόμιζα πως θα λιώσω σαν σοκο- λάτα κάτω απ’ τις τελευταίες ηλιαχτίδες που άγγιζαν τη βεράντα. Δεν μίλησε, μα αισθάνθηκα σαν να ήξερε απί- στευτα πράγματα για μένα. Με πλησίασε. Για πρώτη φορά ένιωσα τη μυρωδιά του, γλυκιά, έντονη και περιέργως προ- κλητική και, για μια στιγμή, έμεινα καρφωμένη στα απύθ- μενα μαύρα του μάτια. Πώς μπορείς να ζεις δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια δίχως καν ν’ αναλογιστείς ποτέ αν κάποιος σε ξέρει; Πρώτη φορά την έκανα αυτή τη σκέψη, ότι κάποιος κοιτάζει τα πράγμα- τα σε βάθος κι εκεί ακριβώς βρίσκεσαι εσύ. Στεκόμουν στα βρόμικα σκαλοπάτια του πανδοχείου, νιώθοντας διάφανη, κόντρα στο φως, μ’ έναν τρόπο που ποτέ δεν φανταζόμουν πως υπάρχει προτού γνωρίσω τον Γουίλσον Μουν. Έκανα λίγοπίσω, ντροπαλά, κι έπειτασυμφώνησα να τον συναντήσω την επομένη. Δεν τον είχα χορτάσει, όπως δεν χορταίνεις τον ήλιο που κρύβεται πολλή ώρα πίσω απ’ τα σύννεφα.Μαπρινπρολάβουμε νακαταστρώσουμε τοσχέδιό μας –να επιλέξουμε ώρα, τόπο, λόγο–, μια γνώριμη φωνή ακούστηκε από τημέση του δρόμου και με κατακεραύνωσε. «Τόρι!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=