Θα γίνω ποτάμι

29 Θ Α Γ Ι Ν Ω Π Ο Τ Α Μ Ι το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου, με προέτρεπε να ξεκουραστώ στο κρεβάτι με το καγκελωτό κεφαλάρι όπου κοιμόμουν σχεδόν όλες τις νύχτες της ζωής μου. Η ανα- τολή του ήλιου, πέρα στο μακρινό Όρος Τέντερφουτ, κα- θώς και το μακρόσυρτο σφύριγμα των τριών τρένων, που κάθε μέρα έφταναν στον σταθμό στην άκρη της πόλης, λειτουργούσαν για μένα ως τα πιο αξιόπιστα ρολόγια. Ήξε- ρα πώς ακριβώς θα τρύπωνε ο ήλιος του απομεσήμερου μέσα από το παραθυράκι της κουζίνας και θα έπεφτε πά- νω στο μακρύ ξύλινο τραπέζι μας τα χειμωνιάτικα πρωινά. Ήξερα ότι οι κρόκοι και τα δελφίνια ήταν τα πρώτα αγριο­ λούλουδα που πρόβαλλαν στη φάρμα μας κάθε άνοιξη, ενώ τα επιλόβια και οι χρυσόβεργες τα τελευταία. Ήξερα ότι καμιά δεκαριά πετροχελίδονα θα κατέβαιναν στο πο- τάμι, μαζί με όλα τα εκκολαπτόμενα εφημερόπτερα, και τότε ακριβώς μια πέστροφα θα δάγκωνε το δόλωμα του μπαμπά μου. Ήξερα, επίσης, ότι οι πιο σφοδρές καταιγί- δες, σκοτεινές κι απειλητικές σαν τον διάβολο, σχεδόν πάντα ξεσπούν πάνω από τις βορειοδυτικές κορυφές και κάθε ωδικό πτηνό, κάθε κοράκι, κάθε καρακάξα σωπαίνει ακριβώς πριν ανοίξουν οι ουρανοί. Όχι λοιπόν, στο δικό μου το μυαλό δεν ήταν όλα τα μέρη ίδια, κι αναρωτήθηκα γιατί αυτό το αγόρι δεν ήξερε τι ση- μαίνει σπιτικό. «Και τα υπάρχοντά σου;» τον ρώτησα, συνεπαρμένη από τον τρόπο ζωής ενός περιπλανώμενου. «Μια απ’ τα ίδια» είπε κι ανασηκώσε τους ώμους χαμο- γελώντας, σαν να ήξερε κάτι για τα υπάρχοντα που εγώ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=