Θα γίνω ποτάμι

28 S H E L L E Y R E A D «Σιγά το πράγμα» απάντησε. «Όλα τα μέρη, πάνω κάτω, ίδια είναι». Το μοναδικό μέρος που γνώριζα εγώ ήταν η Αϊόλα και ο τόπος τριγύρω, δίπλα σ’ ένα φαρδύ επίπεδο τμήμα του ποταμού Γκάνισον. Αυτή η μικρή πόλη φώλιαζε στους πρόποδες του Μεγάλου Μπλε, στα νότια, ενώ στα δυτικά και στα βόρεια υψώνονταν τα Όρη Ελκ. Ένα συνονθύλευ- μα από φάρμες και ράντσα ξεδιπλωνόταν σαν μακριά ου- ρά πλάι στις όχθες του ποταμού, στα ανατολικά. Οαδελφός μου κι εγώ γεννηθήκαμε στην αγροικία που κληρονόμησε ο μπαμπάς μου απ’ τον πατέρα του, στο ψηλό σιδερένιο κρεβάτι που καταλάμβανε τον μισό χώρο του ωχροκίτρινου δωματίου στην πίσω μεριά του σπιτιού, ένα δωμάτιο που προοριζόταν μόνο για τοκετούς και φιλοξενούμενους, μέχρι που εγκαταστάθηκε μόνιμα μαζί μας ο θείος Ογκ, μετά το ατύχημά του. Η φάρμα μας δεν ήταν κάνα σπου- δαίο μέρος, ούτε ήταν πολύ μεγάλη, μόλις εκατόν ενενή- ντα στρέμματα μαζί με τους αχυρώνες, το σπίτι κι έναν εσωτερικό χωματόδρομο, μακρύ σαν τον αντίλαλο του ουρλιαχτού των λύκων. Όμως, από τον αχυρώνα μέχρι τον φράχτη, η γη μας διέθετε τον μοναδικό οπωρώνα με ρο- δακινιές σε ολόκληρη την κομητεία του Γκάνισον, με καρ- πούς αφράτους, ροδαλούς κι ολόγλυκους. Οι καμπυλωτές όχθες του όρμου Γουίλοου λάξευαν τα ανατολικά όρια της έκτασής μας και τα παγωμένα νερά του, αναζωογονημένα από τα χιόνια των βουνών, ανυπομονούσαν να καταβρέ- ξουν τα δέντρα μας και τις λιγοστές σειρές από πατάτες και κρεμμύδια. Τα βράδια, ο όρμος με νανούριζε, έξω απ’

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=