Θα γίνω ποτάμι

27 Θ Α Γ Ι Ν Ω Π Ο Τ Α Μ Ι και ανεβήκαμε τα πολυκαιρισμένα σκαλοπάτια της βερά- ντας, κανείς από τους δυο μας δεν ήθελε να αποχωριστού- με. Έμεινα δίπλα του, μετέωρη, στο φθαρμένο ξύλινο κα- τώφλι, με την καρδιά μου να φτερουγίζει. Ο Γουίλ δεν είπε πολλά για τον εαυτό του. Ακόμα κι όταν τον ρώτησα αν το Γουίλ, υποκοριστικό του Γουίλσον, γράφε- ται με έναήδύο λ , εκείνος ανασήκωσε απλώς τουςώμους και μου είπε μονάχα: «Όπως θες». Κάτι που σίγουρα έμαθα για τον Γουίλσον Μουν, εκείνη τη μέρα, είναι ότι δούλευε στα ανθρακωρυχεία, στο Ντολόρες, κι έφυγε αποκεί άρον άρον. «Μπούχτισα μ’ εκείνο το μέρος» δήλωσε. «Φύγε, μου έλεγε μια φωνή μέσα μου, φύγε τώρα». Τα βαγόνια με τα κάρβουνα της γραμμής Ντουράνγκο-Σίλβερτον ήταν γεμά- τα κι έτοιμα για αναχώρηση, είπε, κι όταν σφύριξε το τρέ- νο, του φάνηκε σαν να καλούσε εκείνον, μ’ ένα σφύριγμα παρατεταμένο, οξύ κι επίμονο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως τα βαγόνια αυτά πήγαιναν κάπου αλλού, μακριά αποκεί όπου βρισκόταν εκείνος. Καθώς λοιπόν το τρένο ξεκίνησε αργόσυρτα την πορεία του, εκείνος πιάστηκε από τη σκουριασμένη σκαλίτσα ενός βαγονιού και πήδηξε πάνω σ’ έναν ζεστό σωρό από κάρβουνα. Το αφεντικό τον είδε κι άρχισε να κυνηγάει το τρένο ουρλιάζοντας, βρίζοντας κι ανεμίζοντας μανιασμένα το καπέλο του. Πολύ σύντομα ο εργοδηγός και τα ορυχεία έμοιαζαν με μακρινές κουκκίδες κι ο Γουίλσον Μουν έστρεψε το πρόσωπό του κόντρα στον άνεμο. «Δηλαδή ούτε καν ήξερες πού πήγαινες; Πού θα κατέ- ληγες;» τον ρώτησα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=