Θα γίνω ποτάμι

23 Θ Α Γ Ι Ν Ω Π Ο Τ Α Μ Ι ξύ μας μειωνόταν από τρία σπίτια σε δύο, μετά σε ένα και κατάλαβα πως εκείνος επιβράδυνε σταδιακά το βήμα του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν επιβράδυνα κι εγώ, θα σκε- φτόταν πως απομακρυνόμουν από κείνον, προσέχοντας να μην πλησιάσω πολύ έναν ξένο. Μα αν συνέχιζα με βήμα σταθερό, σύντομα θα τον προλάβαινα και τότε τι; Ή, ακό- μα χειρότερα, θα τον προσπερνούσα και θα ένιωθα το βλέμ- μα του να μου καίει την πλάτη. Σίγουρα θα πρόσεχε το άχαρο βάδισμά μου, τα γυμνά πόδια μου, τα φθαρμένα δερμάτινα παπούτσια μου, το μπορντό φόρεμα που μου έπεφτε μικρό, και τα μουντά, ίσια καστανά μαλλιά μου, που είχα να τα λούσω από την περασμένη Κυριακή. Έτσι, επιβράδυνα. Και, σαν να μας ένωνε μια αόρατη κλωστή, επιβράδυνε κι εκείνος. Επιβράδυνα κι άλλο, το ίδιο κι αυτός, μετά βίας προχωρούσε. Ξαφνικά έμεινε ακί- νητος. Δεν είχα άλλη επιλογή, έκανα κι εγώ το ίδιο και να, λοιπόν, που μείναμε έτσι οι δυο μας, σαν δύο αλλόκοτα αγάλματα στην οδό Μέιν. Δεν σάλευε καθόλου, σαν να ήθελε να παίξει, το διαι- σθανόμουν. Στεκόμουν παγωμένη από τον φόβο, την ανα- ποφασιστικότητα κι από τα πρώτα, αποπροσανατολιστικά σκιρτήματα του πόθου. Μονάχα λίγα λεπτά γνώριζα αυτό το αγόρι κι είχαμε διασχίσει λιγότερο από ένα τετράγωνο, ωστόσο είχε ήδη κάνει τα σωθικά μου να αναδεύονται σαν βότσαλα στο ρέμα. Ούτε καν άκουσα την παχουλή γυναίκα του γιατρού ή τις ατσάλινες ρόδες του καροτσιού της που με πλησίαζε. Όταν ξαφνικά φάνηκε δίπλα μου η κυρία Μπερνέτ με το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=