Θάρρος ή αλήθεια

Θ Α Ρ Ρ Ο Σ Ή Α Λ Η Θ Ε Ι Α 15 Ξεφυσούν και οι δύο. Αφήνουν τα σφηνοπότηρα μπρο- στά τους. «Ήρθαν οι γονείς σου. Από τώρα! Οι γέροι γιορτάζουν λες και δεν υπάρχει αύριο» λέει ο Μαξ. Η Λιβ δεν μπορεί να μη διακρίνει περιφρόνηση στη φω- νή του. Την τραβάει στο παράθυρο. Δείχνει το απέναντι σπίτι. Αναγνωρίζει αμέσως τη σιλουέτα της μητέρας της, τα μα- κριά κόκκινα μαλλιά της χύνονται πάνω στη γυμνή πλάτη της. Μιλάει με τον πατέρα του Μαξ. Η Λιβ μετράει οχτώ άτομα. Κάπου ανάμεσα στα κεφάλια, βλέπει εκείνον που πριν από τέσσερα χρόνια τής έκλεψε με τη βία την αθωό- τητα. Πάει καιρός που τον είδε τελευταία φορά, το κορμί της αρχίζει να τρέμει ανεξέλεγκτα. Μια εικόνα περνάει από μπροστά της και το σώμα της ξαφνικά παγώνει. Κοιτάζει βιαστικά τον Μαξ για να δει αν κατάλαβε κάτι, όμως το βλέμμα του είναι ακόμη καρφωμένο απέναντι. Η Λιβ θέλει να του δείξει τον άντρα και να πει αυτός με βίασε , ωστόσο δαγκώνει τα χείλη της. Ποτέ δεν το εκμυστηρεύτηκε σε κανέναν. Και πώς θα αντιδρούσε ο Μαξ; Μπορεί να αηδία­ ζε. Τι μπορεί δηλαδή; Σίγουρα θα αηδίαζε. «Θα μου φτιάξεις ένα ποτό;» τον ρωτάει, μην μπορώντας να πει κάτι άλλο, και τον τραβάει από το χέρι προς τα ποτά. «Τι θέλεις;» «Κάνε μου έκπληξη». «Μήπως με πέρασες για κάνα ιδρωμένο μπάρμαν;» λέει ο Μαξ με παγωμένη έκφραση. Τελικά σκάει ένα χαμόγελο. Βάζει πάγο σε δύο ποτή- ρια, τα γεμίζει με τόνους αλκοόλ και προσθέτει λίγο ανα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=