Οι θάλασσες του νότου
[ 13 ] και σ’ ένα αυτοκινητάκι µε τον πισινό του τουρλωµένο στη διασταύρωση. Tο CX έπεσε πάνω του και η Λόλι κουτούλησε στο παρµπρίζ. OMαυροστόµης έκανε όπισθεν και χτύπησε µε τον πισινό τού αµαξιού πάνω σε κάτι που αποκρίθηκε µ’ ένα θορυβώδες µεταλλικό παράπονο. O Mαυροστόµης σχεδόν δεν το άκουσε, αφού τον είχε ξεκουφάνει η σειρήνα που είχε πλησιάσει πολύ, κι όταν πλέον πέρασε κανονικά το δρόµο, τα χέρια του έτρεµαν και το αµάξι άρχισε να κλυδωνίζεται, πέ- φτοντας πάνω στα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισµένα δεξιά κι αριστερά, ώσπου το τιµόνι µπλόκαρε ανάµεσα στα χαλα- ρωµένα πια χέρια του Mαυροστόµη. Άνοιξαν οι πίσω πόρτες και πήδηξαν έξω ο Mουργέλας και η Φακιδοµούρα. – Aκίνητοι! Aκίνητοι, αλλιώς τη βάψατε! O Mαυροστόµης άκουσε βήµατα να πλησιάζουν. H Λόλι έκλαιγε υστερικάµε τηµύτηκαι τοστόµα γεµάτααίµατα, δίχως να ξεκολλάει από το κάθισµα. O Mαυροστόµης βγήκε µε τα χέρια ψηλά κι όταν στάθηκε όρθιος είχε κιόλας αποπάνω του έναν αστυφύλακα που του έδινε σπρωξιές. – Aυτή τη µαγκιά θα τη θυµάσαι. Tα χέρια πάνω στο αυτο- κίνητο! Tου έψαχναν κάθε γωνιά του κορµιού του και ο Mαυρο- στόµης βρήκε το χρόνο, παρά το σάστισµά του, να αντιληφτεί πως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε στον Mουργέλα µερικά µέτρα παρακάτω και πως η Φακιδοµούρα άνοιγε την τσάντα της για να την ψάξει ένας άλλος µπάτσος.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=