Οι θάλασσες του νότου

[ 9 ] OMαυροστόµης ένιωσε νατονπροστατεύει τοσκοτάδι όσο αποµακρυνόταν από τη φωτεινή επιγραφή της ντισκοτέκ που αναβόσβηνε. Έχωσε το χέρι του στη δεξιά τσέπη του παντελο- νιού του και άγγιξε το αντικλείδι που ήταν ακουµπισµένο εκεί όπου του φούσκωνε ένα αρχίδι. Xάιδεψε το αρχίδι του µέσα από την τσέπη του. Έπειτα έβγαλε το χέρι του και χούφτωσε και τα δυο του αρχίδια σαν να ήθελε να τα τακτοποιήσει ή να δο- κιµάσει την αντοχή τους. Mε φυσικότητα πλεύρισε το CX, έβα- λε τοαντικλείδι και ηπόρταάνοιξεµε ένααποφασιστικότρίξιµο λες και ξεκλείδωνε χρηµατοκιβώτιο. Tο αυτοκίνητο µύριζε µουνί πλούσιας γυναίκας, συλλογίστηκε οMαυροστόµης. Mα- λάκα, πούρα! Kαι καπάκι, ένα παγουράκι µε ουίσκι. Άνοιξε το καπό. Έκανε την ένωση µε τα καλώδια, σαν να χάιδευε µαλλιά. Έκλεισε το καπό. Kάθισε στο αυτοκίνητο µε την αυτοπεποίθη- ση και την κοµψότητα που θα διέθετε ο ιδιοκτήτης του. Ήπιε δίχως ναακουµπήσει τοστόµα τουστοµπουκαλάκι τούουίσκι. Άναψε ένα πούρο. Έβαλε µπρος, µαλακά, και γύρισε απότοµα το τιµόνι, ώστε η στροφή του αυτοκινήτου να ακουστεί στη διπλανή διασταύρωση του δρόµου. Πέρασε µια γαλαρία από παλιά τούβλα και παρκαρισµένα αυτοκίνητα κι έφτασε στη γωνία όπου τον περίµεναν η Λόλι, ο Mουργέλας και η Φακι- δοµούρα. H Λόλι στρογγυλοκάθισε στο µπροστινό κάθισµα καθώς οι τρεις πόρτες έκλειναν επίτηδες µε θόρυβο. –Άλληφορά να µε ειδοποιείς πρώτα. Ένα τέτοιο αµάξι χτυ- πάει στο µάτι. ∆εν κάνει για µας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=