Οι θάλασσες του νότου

[ 7 ] – Φ ύγαµε. – Άµα είναι να κουνήσω το κορµί µου, είµαι µέσα. – Πάµε να το κουνήσουµε αλλιώς. H Λόλι φούσκωσε τα µάγουλά της και ξεφύσηξε προς τα πάνω, κουνώντας τη φράντζα της αλά Oλίβια Nιούτον-Tζον. – Eίσαι καυλωµένος. – Σήµερα είναι η µέρα µου, µωρό µου. O Mαυροστόµης στάθηκε όρθιος στα στραβά του πόδια. O γαλαξιακός θόλος του µαγαζιού σχηµάτιζε ένα τόξο από φωσφορισµούς πάνω από το κεφάλι του. Aνέβασε τα παντε- λόνιατουκαι περπάτησεως τοµπαρ.Tαγκαρσόνια, σανθαυµα- τοποιοί, σερβίριζαν στα τυφλά. Στην µπάρα τού αποκαλύφθη- κε ξαφνικά ότι τα απροσδιόριστα σχήµατα ήταν ζευγάρια που τεντώνονταν για να ξεµουδιάσουν, καθώς απελευθερώνονταν από το σύµπλεγµα χεριών και γλωσσών. OMαυροστόµης έρι- ξε µια ελαφριά µπουνιά σε µια σιλουέτα. – Mουργέλα, σήκω. H αδερφή σου κι εγώ φεύγουµε. – Tης µάνας σου. Mε ξενέρωσες. HΦακιδοµούρα, που πρόλαβε να βάλει µέσα τη γδαρµένη γλώσσα της, προσπαθούσε να τη χρησιµοποιήσει για να πα- ραπονεθεί για την παρέµβαση του Mαυροστόµη.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=