Τα τρία φώτα

C L A Ι R E K E E G A N 12 χωρίς λουρί, με το τρίχωμά του σαν να ’χει λεκέδες από τις σκιές των δέντρων, αφήνει μερικά βραχνά απρόθυμα γρυλίσματα, κι έπειτα κάθεται στο σκα- λοπάτι και κοιτάζει την πόρτα της εισόδου πίσω του όπου στέκεται ο άντρας. Το  σώμα του τετρά- γωνο, σαν το σώμα των αντρών που ζωγραφίζουν μερικές φορές οι αδερφές μου, αλλά τα φρύδια του κάτασπρα, για να ταιριάζουν με τα μαλλιά του. Δεν μοιάζει καθόλου με το σόι της μητέρας μου, που είναι όλοι ψηλοί με μακριά χέρια, κι αναρω- τιέμαι αν έχουμε έρθει σε λάθος σπίτι. «Νταν» λέει ο άντρας και ανασκουμπώνεται. «Πώς τα πας;» «Τζον» λέει ο Μπαμπάς. Στέκονται, κοιτάζουν για μια στιγμή την αυλή και μετά αρχίζουν να μιλούν για τη βροχή: πόσο λίγη βροχή έχει ρίξει, πόσο χρειάζονται τη βροχή τα χωράφια, πόσο προσευχόταν ο ιερέας στο Κίλ- μακριτζ για τη βροχή το πρωί κιόλας, πως δεν έχουν ξαναζήσει καλοκαίρι σαν αυτό. Σταματάνε για λίγο κι ο πατέρας μου φτύνει και μετά η συζή- τησή τους στρέφεται στις τιμές των ζωντανών, την ΕΟΚ, το βούτυρο, * το κόστος του ασβέστη και των * Τη δεκαετία του ’70 στην Ευρώπη εγκαινιάστηκε μια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=