Τα τρία φώτα

Τ Α Τ Ρ Ι Α Φ Ω Τ Α 11 μαι αν μένουν σε κάποιο παλιό αγρόκτημα ή σε μια ολοκαίνουργια φάρμα, αν έχουν εξωτερική τουαλέτα ή εσωτερικό μπάνιο με λεκάνη και τρε- χούμενο νερό. Με φαντάζομαι ξαπλωμένη σε ένα σκοτεινό υπνοδωμάτιο με άλλα κορίτσια, να λέμε πράγματα που δεν θα τολμούσαμε να επαναλάβου- με όταν πια ξημέρωνε. Μοιάζει να έχει περάσει ένας αιώνας, όταν το αυτοκίνητο κόβει ταχύτητα και στρίβει σε ένα ασφαλτοστρωμένο, στενό δρομάκι, μια ανατριχίλα όταν οι ρόδες βρίσκουν με δύναμη στις μεταλλικές μπάρες της σχάρας για τα βόδια. Σε κάθε πλευρά, πυκνοί θάμνοι κομμένοι τετράγωνοι. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει ένα μεγάλο λευκό σπίτι με δέντρα που τα κλαδιά τους σέρνονται στο χώμα. «Μπαμπά» λέω. «Τα δέντρα». «Τι έχουν;» «Είναι άρρωστα» λέω. «Είναι κλαίουσες ιτιές» μου λέει, και καθαρίζει τον λαιμό του. Στην αυλή, στα ψηλά φωτεινά παράθυρα φαί- νεται η αντανάκλαση του αυτοκινήτου. Βλέπω τον εαυτό μου να κοιτάζει από το πίσω κάθισμα, άγρια σαν μικρή γυφτοπούλα με τα μαλλιά λυτά, αλλά ο πατέρας μου, πίσω από το τιμόνι, μοιάζει ολόι- διος ο πατέρας μου. Ένα μεγάλο κυνηγόσκυλο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=