Τα τρία φώτα

C L A Ι R E K E E G A N 10 Λύνω τις πλεξούδες μου με ένα τίναγμα του κεφα- λιού και ξαπλώνω ανάσκελα στο πίσω κάθισμα, κοιτάζοντας ψηλά από το πίσω τζάμι. Άλλοτε ο ουρανός είναι καθαρός, γαλάζιος. Κι άλλοτε σύν- νεφα κάτασπρα σαν από κιμωλία καλύπτουν το γαλάζιο, όμως η εικόνα που παραμένει είναι ένα μεθυστικό χάος από ουρανό και δέντρα, που το σκίζουν εδώ κι εκεί καλώδια πάνω από τα οποία, κάθε τόσο, πετάνε με ορμή μικρά καφετί σμήνη από φευγαλέα πουλιά. Αναρωτιέμαι πώς να είναι εκεί, αυτό το μέρος που ανήκει στους Κινσέλα. Φαντάζομαι μια ψηλή γυναίκα όρθια από πάνω μου, να με βάζει να πιω γάλα, ζεστό ακόμη από την αγελάδα. Φαντάζομαι μια άλλη, όχι και τόσο πιθανή εκδοχή της, με πο- διά, να χύνει το μείγμα για τις τηγανίτες σε ένα τηγάνι, ρωτώντας με αν θα ήθελα κι άλλο, όπως κάνει καμιά φορά η μητέρα μου όταν είναι στις καλές της. Ο άντρας δεν θα την περνάει στο ύψος. Θα με πάει στην πόλη με το τρακτέρ και θα μου πάρει ροζ λεμονάδα και πατατάκια. Ή θα με βάλει να καθαρίζω στάβλους και να μαζεύω τις πέτρες και να ξεριζώνω τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια από τα χωράφια. Τον φαντάζομαι να βγάζει από την τσέπη του αυτό που ελπίζω ότι είναι ένα κέρμα των 50, αλλά τελικά είναι ένα μαντίλι. Αναρωτιέ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=