Τα τρία φώτα

9 1 Νωρίς μια Κυριακή, μετά την πρώτη λειτουργία στο Κλόνεγκαλ, ο πατέρας μου, αντί να με πάει σπίτι, οδηγεί μέσα από το Γουέξφορντ προς την ακτή απ’ όπου είναι η οικογένεια της μητέρας μου. Είναι μια ζεστή μέρα, φωτεινή, με διάσπαρτες σκιές και πρασινωπές ξαφνικές λάμψεις κατά μή- κος του δρόμου. Περνάμε μέσα από το χωριό Σι- λέιλι, όπου κάποτε ο πατέρας μου έχασε την κόκ- κινη αγελάδα μας στα χαρτιά, και προσπερνάμε την αγορά του Κάρνου, όπου ο άντρας που κέρδι- σε το ζωντανό το πούλησε λίγο αργότερα. Ο πατέ- ρας μου πετάει το καπέλο του στη θέση του συνο- δηγού, κατεβάζει το παράθυρο και ανάβει τσιγάρο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=