Τα πουλιά της Μπανγκόκ

M A N U E L V Á Z Q U E Z M O N T A L B Á N 16 «Μην βρίζεις τους φίλους μου». «Ποια νομίζεις ότι είσαι; Nομίζεις πως μπορείς να παίζεις μαζί μου;» Το χέρι της γυναίκας χύμηξε και χούφτωσε ένα μέρος της απαλής μάλλινης μπλούζας, κι αυτό το χέρι είναι ένα ξένο μέλος που η Θέλια το κοιτάζει έντρομη και η άλλη έκπληκτη. Και πίσω απ’ αυτό το χέρι μια τυφλή παρόρμηση που τραβάει την μπλούζα και την ξεσκίζει, αφήνοντας ακάλυπτο το ροδαλό και ζεστό δέρμα της γυναίκας, μια θηλή που προβάλλει και πάλι χάνεται στο ρυθμό της ανάσας του τρομαγμένου ζώου. «Μην ταράζεσαι. Αύριο θα τα ξεκαθαρίσουμε όλα». «Nα μην ταράζομαι; Κακομοίρα μου, ξέρεις τι έκανες;» Δυο χαστούκια αστράφτουν στα όμορφα μήλα του προσώπου της και τα βάφουν στην ντροπή, και τα χαστούκια σπρώχνουν τη Θέλια σε μια τυφλή επίθεση ενάντια στη γυναίκα, σε μια επίθεση με σφαλιάρες που ελάχιστα κατορθώνουν να την ανα- χαιτίσουν, ενώ αντίθετα την ωθούν ν’ αστράψει άλλα δυο χα- στούκια στο πρόσωπο της Θέλια. «Σε σιχαίνομαι! Είσαι αποκρουστική! Μια λεσβία, μια απο- κρουστική αντρογυναίκα!» Τα χτυπήματα πέφτουν πάνω στη Θέλια με σκοπό να την εξοντώσουν και η προστασία που της προσφέρουν τα σταυρω- μένα χέρια της δεν μπορεί με τίποτα να τη γλιτώσει από τα γεμάτα μίσος σβουριχτά χτυπήματα. Και ξάφνου στον αέρα –ένα στερεό σώμα ή το κενό που διανοίγει στο χώρο– μια μποτίλια πεθαίνει σκοτώνοντας, καθώς προσγειώνεται στο μικρό κεφάλι. Αιματοβαμμένη, μια χαίτη έξαφνα άψυχων, ξέθωρων μαλλιών σπασμένης κούκλας. «Είκοσι φορές είπα στον εαυτό μου: “Θα ρωτήσεις το όνομα αυτών των πουλιών” και ποτέ δεν το ρώτησα. Σε διαβεβαιώνω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=