Τα πουλιά της Μπανγκόκ

Τ Α Π Ο Υ Λ Ι Α Τ Η Σ Μ Π Α Ν Γ Κ Ο Κ 15 της και προσπαθούν να της τ’ ανοίξουν με μια γλώσσα σαν νυστέρι, που της φαίνεται παγερή. «Μπορείς να κάτσεις ήσυχη;» Τώρα η Θέλια σηκώνεται, ξαφνιάζοντας την άλλη, μετακινεί την μποτίλια πάνω στο τραπέζι, προφασίζεται την ανάγκη να τακτοποιήσει διάφορα αντικείμενα, την ανάγκη να βάλει τάξη στα παρεπόμενα ενός πάρτι όχι και τόσο πετυχημένου. «Είναι καλύτερα να φύγεις!» Η άλλη ξεροκαταπίνει. Τα λόγια της Θέλια την κάνουν να νιώσει και πάλι το βάρος του κορμιού της, όπως και το τράβηγ- μα του στενού παντελονιού, την ανησυχία για την εικόνα που παρουσιάζει, γι’ αυτή την εικόνα που η Θέλια όπως φαίνεται απορρίπτει. «Δεν σε καταλαβαίνω». «Δεν σου κόβει; Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις;» Και η Θέλια ξεσπά, πάνω στη μανία της να ξεφύγει από την αίσθηση της ενοχής και την καθαυτό ενόχλησή της για την κα- τάσταση. «Nα φύγεις. Έτσι. Απλά και ξάστερα. Θέ-λω-να-μεί-νω-μό- νη. Κατάλαβες;» «Μα, εσύ είπες…» «Δεν ξέρω γιατί το είπα». «Αν θες μπορώ να σε βοηθήσω». «Δεν χρειάζομαι καμιά βοήθεια! Το μόνο που θέλω είναι να φύγεις!» Όλη την έλξη του νόμου της βαρύτητας που μπορεί να νιώσει ένα ανθρώπινο σώμα τη νιώθει τώρα η άλλη, με τα πόδια ανοιχτά, με τα πόδια ανίκανα να βαστάξουν το βάρος της καταφρόνιας. «Μην μου μιλάς έτσι. Είπες να μείνω για να κάνεις τους άλλους να ζηλέψουν. Αυτό τον ηλίθιο τον Δαλμάσες και την τσούλα τη Ρόσα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=