Τα πουλιά της Μπανγκόκ

M A N U E L V Á Z Q U E Z M O N T A L B Á N 14 «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» Ένα ξάφνιασμα τάραξε την ηρεμία της ζηλευτής μορφής και το βλέμμα της Θέλια στράφηκε επιτιμητικό προς την πα- ρείσακτη. «Είμαι κουρασμένη, αυτό είν’ όλο». Είχε επιδιώξει να δώσει έναν όσο γινόταν πιο ουδέτερο τόνο στη φωνή της για να μην την προσβάλει και ταυτόχρονα να δηλώσει ξεκάθαρα πως η βραδιά είχε τελειώσει. Όμως η άλλη συνέχισε να χαμογελά, πήγε κοντά της, στάθηκε πίσω της, της χάιδεψε το κεφάλι με κάτι δάχτυλα στην αρχή προσεκτικά και ύστερα σαν αληθινά αλέτρια που άνοιγαν αυλάκια στην πυκνωσιά των μαλλιών της, ώσπου να συναντήσουν κέρινα μονοπάτια στο τριχωτό δέρμα και να υπαινιχθούν τον ηλεκτρι- σμό του πόθου. Η Θέλια τίναξε το κεφάλι της για να απαλλαγεί από την πίεση εκείνων των δαχτύλων. «Σε παρακαλώ». «Σ’ ενοχλώ;» «Με πονάς». Και δεν γύριζε το κεφάλι της. «Φύγε, φύγε, ηλίθια» σκεφτό- ταν «φύγε προτού αναγκαστώ να σ’ το ζητήσω εγώ». «Μ’ έκανες πολύ ευτυχισμένη ζητώντας μου να μείνω». «Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω γιατί το ’κανα αυτό. Είμαι κουρασμένη». «Όλη τη νύχτα είπαμε πολλά με τα μάτια». «Μπορεί. Είπες πολύ έξυπνα πράγματα και μ’ αρέσουν οι έξυπνοι άνθρωποι». «Χρόνια τώρα περίμενα ετούτη τη στιγμή». «Τι ’ναι αυτά που λες;» Η Θέλια στρέφει το κεφάλι της συνοφρυωμένη, εκνευρισμέ- νη από την κατάσταση και το ενοχλημένο πρόσωπό της έρχονται να το ανταμώσουν κάτι χείλη σφιχτά, που αρπάζουν τα δικά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=