Τα παλιά ασήμια (Μεταίχμιο Pocket)

[ 18 ] της της το έλεγε κάθε μέρα – πρωί, μεσημέρι, βράδυ, προ φαγητού. Ίσως και γι’ αυτό να της είχε κοπεί η όρεξη. Τώρα το σκέφτεται και χαμογελάει. Και μόνο στη σκέψη της φίλης της χαμογελάει. «Επιτέ- λους, κορίτσι μου, έγινες άνθρωπος πάλι!» ήταν τα λόγια της. Τρίτη στη σειρά η μητέρα της, πλησίαζε τα ογδόντα και εξακο- λουθούσε να είναι ατέλειωτα κομψή και φιλάρεσκη. Και εκείνη της επιβεβαίωσε το γεγονός πως το είχε παρακάνει. «Επιτέλους!» είπε και την κοίταξε καλά καλά. «Ξαναβρήκες τον εαυτό σου, παιδί μου. Ώρα είναι να ξαναβρείς και τη θηλυκή σου υπόσταση». Όμως η Έλσα ήταν πεπεισμένη πως τον εαυτό της –το κορίτσι του Νίκου– δεν θα τον έβρισκε ποτέ ξανά. Τον είχε θάψει μαζί του, τρία χρόνια πριν. Τραβάει μέσα από την ανυπάκουη τσάντα το… Αλήθεια πώς το ονόμαζε η γιαγιά της; Τραβάει μέσα από την τσάντα το… Και βιβλίο θα μπορούσε να το πει. Το κρατάει λίγο στα χέρια της τρυφερά, χωρίς να το κοιτάζει, χαϊδεύει τοπάνινο κιτρινισμένο κάλυμμα.Ύστε- ρα το ξαναβάζει μέσα, στη θέση του. Έχει χρόνο. Θα έχει όσο χρόνο χρειάζεται, αρκεί που το έχει κοντά της. «Είσαι τρελή, παιδί μου;» είχε αγριέψει ηφίλη της ότανφτιάχνανε μαζί τη βαλίτσα, γιατί καθόλου δεν την εμπιστευόταν πως θα έπαιρ- νε στο ταξίδι όμορφα ρούχα. Η Ερωφίλη με τα ίδια της τα χέρια είχε βάλει μέσα στη βαλίτσα, παραμερίζοντας άτσαλα τις φόρμες που η Έλσα είχε διπλώσει προσεκτικά, δυο κομψά φορεματάκια και το σατέν μαύρο παντελόνι με το λευκό μεταξωτό πουκάμισο που «την κολάκευαν εξαιρετικά». Γελάει. Μετά τονΝίκο τίποταδεν θεωρεί πως την «κολακεύει εξαιρετικά», κι ας πάει να χτυπιέται η φίλη της. Χαϊδεύει και πάλι το πάνινο κάλυμμα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=