Τα κύματα του Βοσπόρου (Μεταίχμιο Pocket)

[ 37 ] «Ναι, πατέρα, θα το ήθελα» ψέλλισε κατακόκκινη από ντροπή η κοπέλα. Σηκώθηκε τότε η πεθερά, που ήταν ολοφάνερο πως ασφυκτιού- σε στο φτωχικό σπίτι με τους απλοϊκούς, αγνούς ανθρώπους, έβγα- λε από το γνώριμο για τη Βασιλική κουτάκι το χρυσό δαχτυλίδι με το μεγάλο διαμάντι και το πέρασε στο λεπτό, γεμάτο τρυπήματα από τη βελόνα χεράκι της. «Μέχρι τον Μάρτη να ετοιμαστείτε. Ο Πάτροκλος θα κανονίσει τα πάντα για το ταξίδι σου και τον γάμο εκεί. Είθε να ευτυχήσετε…» είπε και έφυγε βιαστική. Ο μπαρμπα-Γιώργης φίλησε τη θυγατέρα του και με το βλέμμα παρατήρησε τις γυναίκες του σπιτιού. Οι μικρές μαζί με τη Βασιλική ήταν πολύ χαρούμενες. Γέλια, αγκαλιές, ευχές. Το βλέμμα του στα- μάτησε στην Αννιώ. Μια αγωνία διέκρινε στα μάτια της μάνας. «Τι έχεις, κοκόναμου, δεν είσαι ευχαριστημένη; Δεν εγκρίνεις την απόφασή μου;» «Αχ, βρε Γιώργη μου, δεν ξέρω. Κάτι δεν μ’αρέσει. Αυτή η γυναί- κα με το ζόρι λέει καλημέρα στο χωριό και σήμερα ήρθε εδώ να ζητήσει το κορίτσι μας. Κι αυτός όλη την Ευρώπη γύρισε, δεν βρήκε γυναίκα; Και τώρα που υποτίθεται πως τη βρήκε δεν μπορούσε να μείνει μια μέρα παραπάνω και να έρθει σαν κύριος, να τη ζητήσει ο ίδιος; Αμ, το άλλο πού το πας; Τι ήταν αυτό που είπε ότι η Βασιλικού- λα μας έχει προίκα τη δουλειά της; Θα στείλουμε το παιδί στην ξε- νιτιά για να ράβει; Αν είναι να ράβει, ας ράβει εδώ. Κι αφού είναι τόσο πλούσιος, γιατί να δουλεύει;» τα είπε και ξαλάφρωσε η μάνα. Φόρτωσε όμως ο πατέρας…Μήπως βιάστηκε, μήπως αυτή τη φορά έκανε λάθος στα ζύγια; Αυτά σκεφτόταν από την αρχή μέχρι το τέλος και πάλι απ’ την αρχή η Βασιλικούλα σκυμμένη πάνω από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=