Τα κύματα του Βοσπόρου (Μεταίχμιο Pocket)

[ 36 ] «Καρδιά μου, με κάνεις τόσο ευτυχισμένο. Να μπορούσα εδώ μέσαστον κόσμο νασφράγιζαμ’έναφιλί αυτήσου την απόφαση…» Την επομένη ο Πάτροκλος Μολάς αναχωρούσε για τη Γένοβα, να συναντήσει τους αντιπροσώπους που φρόντιζαν για τη φόρτωση των σιτηρών, όπως της είπε, και στη συνέχεια θα επέστρεφε στη Μασσαλία, να οργανώσει την «κοινή ζωή» που τους περίμενε, και η ΒεατρίκηΜολάχτυπούσε τηνπόρτατηςοικογένειαςΠαπαδοπούλου, ζητώντας το χέρι της πρωτότοκης. Ο μπαρμπα-Γιώργης τα έχασε. Τι δύσκολη απόφαση κι αυτή! Η Βασιλική ήταν ο βασικός αιμοδότης στα έξοδα του σπιτιού, μα από την άλλη είχε ήδη πατήσει τα είκοσι οκτώ και δεν την είχε ζητήσει κανείς. Η οικογένεια της αρχόντισσας φάνταζε άπιαστο όνειρο κάθε ανύπαντρης κοπέλας του χωριού. Ο βίος και η πολιτεία του μοναχογιού καλυπτόταν βέβαια από έναν πέπλο μυστηρίου, αφού έλειπε χρόνια στην Ευρώπη, μα και πάλι όλοι έτρεφαν σεβασμό στο όνομα Μολάς. Καθόταν ανάτριχα στην άκρη του καναπέ, που είχε ντυθεί για την περίσταση με μεταξωτό ριχτάρι, και βγάζοντας τα γάντια για να πάρει από τον δίσκο το βύσσινο γλυκό που της πρόσφερε η Αννιώ, χωρίς καν να έχει βγάλει το γούνινο παλτό και το καπέλο της, συ- μπλήρωσε με το γνωστό υπεροπτικό της ύφος: «Βέβαια, εμείς δεν έχουμε καμία απαίτηση για προίκα. Τι προίκα να έχει το φτωχό κορίτσι σας; Προίκα θα είναι η δουλειά της». Αυτό έφερε μια αίσθηση ανακούφισης στον ταλαιπωρημένο άνθρωπο, που γυρίζοντας αυθόρμητα στη θυγατέρα του ρώτησε: «Εσύ τι λες, κόρη μου, θέλεις να παντρευτείς και να ζήσεις στη Γαλλία;».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=