Τα κύματα του Βοσπόρου (Μεταίχμιο Pocket)

[ 34 ] “μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία σου…”, οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. Τότε δεν κατάλαβα τι γινόταν, τώρα όμως ξέρω, τώρα πια είμαι σίγουρος πως από εκείνη τη μαγική στιγμή σε ερωτεύτηκα». Αυτά είπε και είχε απομείνει να την κοιτάζει σιωπηλός, κρατώντας πάντα τρυφερά τα δυο της χέρια ανάμεσα στα δικά του. Ηκοπέλα είχε χάσει τηφωνή της. Κολακεύτηκε! Για μένα λέει όλα αυτά τα υπέροχα λόγια! Ανάμεικτα συναισθήματα την είχαν κάνει να παραλύσει. Έκπληξη, χαρά, ντροπή, φόβος, μα και πάλι αυτό το γιατί. Τίποτα από όσα της είχε πει δεν την είχε πείσει κατά βάθος. Ο έρωτας όμως που είχε τρυπώσει για τα καλά στην καρδιά της την έκανε να διώξει τις απορίες και ν’ αφήσει για λίγο ελεύθερη τη φα- ντασία της. Ποτέμέχρι τώρακανένας άντρας δεν της είχεδείξει τοπαραμικρό ενδιαφέρον, ποτέ καμιά αντρική ματιά δεν έπεσε έτσι επάνω της, ποτέ δεν άκουσε άλλον να της μιλά για έρωτα. Κι έπειτα, γιατί να είναι παράξενο να νιώθει κι εκείνος όπως η ίδια; Παρ’ όλα αυτά βρήκε τη δύναμη να βγάλει από το χέρι το υπέ- ροχο κόσμημα, να το τοποθετήσει με ευλάβεια στο άδειο κουτάκι και να το επιστρέψει στον εμβρόντητο ιδιοκτήτη του. Η Βασιλική ήταν ένα κορίτσι μεγαλωμένο με μέτρο. Στην οικογένεια του μπαρ- μπα-Γιώργη όλα γίνονταν με μέτρο. Όπως μετρούσε τα δράμια της ζάχαρης και του καφέ που πουλούσε, έτσι μετρούσαν και στο σπίτι τα λόγια και τις αποφάσεις. Τίποτα δεν μπορούσε να ξεφύγει σ’αυτό το σπίτι, αν πρώτα δεν ζυγιζόταν στη ζυγαριά της λογικής. Τα σταθμά, βέβαια, πάντα τα όριζε ο γλυκύτατος πατέρας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=