Τα κύματα του Βοσπόρου (Μεταίχμιο Pocket)

[ 33 ] «Μην ντρέπεσαι, χαρά μου. Τι; Πρώτη φορά βγαίνεις ραντεβού; Μα αυτό είναι υπέροχο για μένα και με τιμά. Εξάλλου, κι εγώ που είμαι άντρας τολμώ να σου ομολογήσω πως πρώτη φορά νιώθω έτσι» απάντησε. «Φοβάμαι μη μας δουν. Δεν είναι σωστό. Η οικογένειά μου, ξέ- ρετε, ο πατέρας μου…» συνέχισε τρέμοντας η κοπέλα. ΟΜολάς όμως είχε έρθει αποφασισμένος. Έβγαλε από την τσέ- πη του υπέρκομψου κουστουμιού του ένα βελούδινο κουτάκι, το άνοιξε και με αποφασιστικές κινήσεις πέρασε στο αριστερό χέρι της Βασιλικής ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι μ’ ένα μεγάλο διαμάντι. «Αγαπημένη μου, ίσως να μην κατάλαβες τις προθέσεις μου. Δεν θέλω να παίξω μαζί σου, μη φοβάσαι. Εμπιστεύσου με. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;» Εκείνη είχε μείνει άφωνη. Αφού συγκέντρωσε όση δύναμη της είχε απομείνει ψέλλισε: «Μα πώς, γιατί;». Μέσα σ’αυτό το γιατί είχε κλείσει όλη την αγωνία και τις απορίες που βασάνιζαν το μυαλό της απ’την πρώτη μέρα που τον συνάντη- σε. Χιλιάδες γιατί, που επιτέλους πέρασαν απ’ τη σκέψη στα χείλη. «Ρωτάς γιατί; Θέλω να κάνω τόσα για σένα, θέλω να κάνω τόσα για μας. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, δεν το βλέπεις;» «Μα πότε, πώς; Δεν με ξέρετε παρά ελάχιστα» ψιθύρισε δειλά η Βασιλική. «Δεν έχω απαντήσεις σ’όλα αυτά που με ρωτάς. Αλλά, ναι, είμαι ερωτευμένος μαζί σου από την πρώτη μέρα που σε είδα στη λει- τουργία. Κάτι ανεξήγητο με μαγνήτιζε και μ’ έσπρωχνε να κοιτάζω προς το μέρος που στεκόσουν πριν ακόμη σε δω. Την ώρα που ακουγόταν απ’ τα σεβάσμια χείλη του πατέρα Κωνσταντίνου το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=