Τα κύματα του Βοσπόρου (Μεταίχμιο Pocket)

[ 30 ] βοήθεια μιας παραδουλεύτρας της μητέρας του, που είχε αδελφή πωλήτριαστο εμπορικό κατάστημα του Κάλφογλου στοΠέρα, όπου αγόραζε υφάσματα η Βασιλική, κι αφού εξασφάλισε άκρα μυστικό- τητα, της έστειλε δεμένο με μια γαλαζοπράσινη κορδέλα ραβασάκι. Θα την περίμενε «οπωσδήποτε» για τσάι στο Πέρα Παλλάς την Κυριακή το απόγευμα στις πέντε. «Ήταν σημαντικό» της επισήμαινε. Την πρώτη εκείνη νύχτα που πήρε το ραβασάκι δεν έκλεισε μάτι. Ο σφυγμός της χτυπούσε, τον ένιωθε παντού, στον καρπό του χεριού, στα μηνίγγια, στο στήθος. Σαν να ήταν ολάκερη ένα ρολόι, που χτυπούσε ασταμάτητα μέσα στη νύχτα. Έπιανε την καρδιά της να τη σταματήσει, έσφιγγε τα μηνίγγια, όμως οι χτύποι δυνάμωναν. Οι αδελφές της είχαν αποκοιμηθεί στα διπλανά κρεβάτια αμέριμνες για τη φλόγα που εδώ και μέρες έκαιγε στην καρδιά της. Δεν μπο- ρούσε να κοιμηθεί. Έμεινε ξαπλωμένη ανάσκελα, με ορθάνοιχτα μάτια, να βλέπει απ’ το παράθυρο τα σύννεφα να ταξιδεύουν… Προς τα χαράματα σηκώθηκε από το κρεβάτι έχοντας πάρει πια την απόφασή της. Θα πήγαινε να τον συναντήσει. Για τη συνάντηση αυτή η Βασιλική δεν θαφορούσε ούτε δανεικά μεταξωτά ούτε ακρι- βά αποφόρια, που της άφηναν καμιά φορά οι πελάτισσές της, αλλά το γκρίζο τουίντ ταγέρ που συνήθιζε να φορά στα απογευματινά τσάγια, όταν την καλούσαν συνήθως γιαφιλανθρωπικούς σκοπούς. Ήθελε να φαίνεται απλή, καθημερινή, σαν να μη σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο γι’ αυτήν εκείνη η συνάντηση. Προσπαθούσε με όλη της τη δύναμη να συγκρατήσει τη φαντασία της μακριά από τον ξέφρε- νο ρυθμό της καρδιάς της. Τι μπορεί να ήθελε από αυτήν ο κοσμοπολίτης και λαμπερός Πάτροκλος Μολάς; Οι μέρες μέχρι την Κυριακή πέρασαν βασανιστικά αργά κι όταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=