Τα κύματα του Βοσπόρου (Μεταίχμιο Pocket)

[ 22 ] και έφυγε απ’το χωριό του, το Μέγα Ρεύμα, νοιαζόταν πάντα για τη μικρή του αδελφή την Ευρυδίκη και τη χήρα μάνα του. Εκείνο το βράδυ ήταν περίεργα ανήσυχος. Στριφογύριζε πάνω από την κατσαρόλα με τη φάβα που έβραζε από νωρίς και σκεφτό- ταν την αλλόκοτη τον τελευταίο καιρό συμπεριφορά της μικρής. Λίγο πιο κει ηΦρόσω έραβε μια τρύπα στο φρεσκοπλυμένο πουκά- μισο του άντρα της και παρατηρούσε με την άκρη του ματιού της τις νευρικές κινήσεις του. Της έριξε κι εκείνος μια φευγαλέα ματιά, κι αφού βεβαιώθηκε πως ήταν αφοσιωμένη στο ράψιμο, έβγαλε κάτω από το στρώμα ένα τσιγάρο που είχε κρύψει και βγήκε έξω να το καπνίσει με την ησυχία του. Μέσαστοσκοτάδι διέκρινε πάνωσταάσπραβότσαλαμιαμαύρη σκιά. Προχώρησε διστακτικά κι έσκυψε να δει καλύτερα. «Θεέ μου! Ευρυδίκη. Αδελφούλα μου». Πέταξε το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει, σήκωσε το μουσκεμένο σώμα της κοπέλας και με δυσκολία το μετέφερε στο μικρό καλύβι. Την ξάπλωσε με προσοχή στο κρεβάτι και με τη βοήθεια της γυναίκας του έβγαλαν απορημένοι τις γόβες και τα μουσκεμένα ρούχα της κοπέλας, τηςφόρεσαν καθαρά τηςΦρόσως και περίμεναν με αγωνία να συνέλθει. Πού βρήκε αυτά τα ρούχα η αδελφή μου, για πού στολίστηκε έτσι και τι έγινε και αναστατώθηκε τόσο; αναρωτιόταν ο Κυριάκος. Η ζεστασιά της καρδιάς του φτωχού καντηλανάφτη διαπέρασε το κορμί της μικρής αδελφής του, που άνοιξε σε λίγο τα μάτια κι άφησε ένα αχνό χαμόγελο να διαγραφεί στα ξεραμένα χείλη της. Μόλις συνήλθε το κορίτσι, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο και άρχισε να κλαίει με λυγμούς πάνω στα παλιά και χιονάτα σεντόνια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=