ΒΑΣΊΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΊΑΝΝΗΣ ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ
ΤΟΥ IΔΙΟΥ 1985 Από φωτογραφία βουνού (ποιήματα), εκδ. του περιοδικού To Δέντρο 1987 Σχόλια σε ποίηση (ποιητική σύνθεση), Δωδώνη 1990 Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων (αφηγήματα), Καστανιώτης και 2018, Μεταίχμιο 1992 Το ασημόχορτο ανθίζει (μυθιστόρημα), Καστανιώτης 1995 Μήδεια (ποιητική σύνθεση), Καστανιώτης 1999 O θίασος των Αθηναίων (μυθιστόρημα), Καστανιώτης 2003 Βέβηλη πτήση (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο 2006 Aπό την άλλη γωνία (διηγήματα), Μεταίχμιο 2009 Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο 2015 Σενάριο αθανασίας (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο 2019 Aναψηλάφηση (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο
Βασίλης Γκουρογιάννης ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
© 2025, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και Βασίλης Γκουρογιάννης ISBN 978-618-03-4592-6 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84592 Κ.Ε.Π. 6523, Κ.Π. 22512 Ελληνική πεζογραφία Υπεύθυνη σειράς Ελένη Μπούρα Πρώτη έκδοση Οκτώβριος 2025 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόμου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003500 metaixmio.gr [email protected] Κεντρική διάθεση: Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3647433 Βιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
Αφιερώνεται στους αδικαίωτους με όποια ευθύνη τούς αναλογεί.
9 1 Αόρατος πόλεμος «Κατάλαβες, σύντροφε Βασίλη;» «Κατάλαβα. Μα πού γίνεται ο πόλεμος;» «Μα το ρωτάς! Παντού όπου υπάρχει ζωή, και όχι μόνο. Εξωφρενικό, αλλά γίνεται και εκεί όπου εξουσιάζει ο θάνατος. Δυστυχώς έτσι τα καταφέραμε οι άνθρωποι». – «Δεν σας καταλαβαίνω». – «Βρε, εκεί που σε όλη τη φύση ο πόλεμος σταματά εμείς τον συνεχίζουμε με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Κι εγώ πρόσφατα το αντιλήφθηκα και πήρα μέτρα αυτοπροστασίας. Οι ανυποψίαστοι ενδέχεται να με περάσουν για παράφρονα». – «Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς υπονοείτε». – «Πώς να το καταλάβεις; Εγώ στην ηλικία σου είχα ήδη πεθάνει τρεις φορές κι εσύ καμία. Μας χωρίζει χάος». Έβγαιναν από τον σταθμό του Ηλεκτρικού και πήγαιναν στον προορισμό τους, κάτι έλεγαν, κάτι καταλάβαιναν από αυτά που έλεγαν σε αυτή την πρώτη τους ζωντανή συνάντηση. Πέρασαν την πύλη χωρίς επίδειξη κομματικής ταυτότητας, απλώς με ένα νεύμα οικειότητας στον φύλακα. Περπάτησαν στον προαύλιο χώρο κοιτάζοντας τριγύρω διερευνητικά. Αναζητούσαν σκιερό μέρος. Ο νεαρός σ. προ
10 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ θυμοποιήθηκε να τον υποβαστάξει, ώστε να τον καθίσει με ασφάλεια στο σκιασμένο παγκάκι που είχαν με το μάτι επιλέξει για μια σύντομη συνάντηση, αλλά δεν χρειάστηκε η βοήθειά του· παραδόξως ο ηλικιωμένος σ. αποδείχτηκε αρκετά σβέλτος, κάθισε ανάλαφρα πάνω στις διαχωρισμένες δρύινες σανίδες. Τελευταία στιγμή παρατήρησαν ότι είχε ένα θεματάκι καθαριότητας το παγκάκι, διότι στη φλαμουριά που το σκίαζε κάθονταν συνήθως αγριοπερίστερα και το κουτσουλούσαν. Μικροί ασβεστολιθικοί λοφίσκοι ήταν ορατοί. Όμως ήταν μακρύ και φαρδύ, και είχε αρκετά καθαρά σημεία όπου μπορούσαν κάπως προσεκτικά να καθίσουν δύο άνθρωποι, αν είχαν πισινούς φυσιολογικής έκτασης, και να ανταλλάξουν στα γρήγορα μερικές αναγκαίες λέξεις. Aγνόησαν το πρόβλημα και βολεύτηκαν. Ήταν και οι δύο λιπόσαρκοι, προφανώς με καταγωγή από πεινασμένους, ταλαιπωρημένους προγόνους. Εξάλλου σε αυτόν τον περίβολο δεν περιφέρονται ευτραφείς σωματότυποι με καλοζωισμένους πισινούς, ώστε να χρειάζονται κάθε δύο λεπτά να κάθονται στα παγκάκια για να πάρουν ανάσα. Παρ’ όλα αυτά μερικοί τέτοιοι περιφέρονται και εδώ και κάθονται στα παγκάκια, είναι οι αποδημητικοί ιδεολόγοι που κάνουν μια στάση ξεκούρασης πριν πετάξουν σε άλλες χνουδωτές φωλιές. Ετούτη η φωλιά είναι πλεγμένη με αγκάθια, δεν βολεύει τον καθένα, ας μην κρυβόμαστε. Ο ηλικιωμένος σ. το παρατήρησε αμέσως. Στα πόδια τους, στο χώμα, πατημένες γόπες τσιγάρων με μακρύ φίλτρο δημιουργούσαν απορία σε όποιον παρατηρητικό έβλεπε πόσο πολύ λιωμένες ήταν. Αυτοί που τις πάτησαν κάτι φοβούνταν ή κάτι εκδικούνταν πιέζοντας στριφτά
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 11 τη σόλα του παπουτσιού πάνω τους, το έκαναν σαν να συνέθλιβαν κατσαρίδες. Ποιος ο λόγος να συμπεριφέρονται κάποιοι εκεί μέσα σαν να συνθλίβουν κατσαρίδες; Τι ξέρουν κατά βάθος γι’ αυτές; Αυτό δεν άρεσε στον ηλικιωμένο σ. να το βλέπει μέσα στον ιερό περίβολο. Καμπούριασε το κορμί του, τέντωσε αργά το γεροντικό χέρι και έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλα υπολείμματα μιας γόπας, το ίδιο αργά τα έφερε στην άκρη της μύτης του και μύρισε. Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε δυσαρέσκεια, μεταφραζόταν στη νοηματική γλώσσα περίπου ως εξής: Δεν είναι σαν τον παλιό καπνό από τους δικούς μας καπνεργάτες. Θυμήθηκε τη νεανική ηλικία του που κάπνιζε λαθραίο καπνό από μεγάλα σκληρά καπνόφυλλα, τα οποία τους προμήθευαν οι δικοί τους μέσω του παράνομου δικτύου του καπνεργάτη αρχιστράτηγου Μάρκου, κατάλληλα σε έκτακτες καταστάσεις ακόμα και να σολιάσεις αρβύλες αντάρτη· τα ψιλόκοβε με την ακονισμένη ξιφολόγχη, που την έκρυβε στη μάλλινη κάλτσα. Ο καπνός που έβγαινε από τα σπλάχνα στον αέρα ήταν μαύρος και παχύς σαν από εξάτμιση σακαράκας στο ξεκίνημά της. Δεν έφταιγαν τα φύλλα του καπνού, ήταν καπνός άριστης ποιότητας, καλλιεργημένος από δικούς μας καπνεργάτες· το δύσοσμο μαύρο σύννεφο της εκπνοής του καπνιστή οφείλονταν στα γραφόμενα που ήταν τυπωμένα στα αυτοσχέδια τσιγαρόχαρτα με τα οποία στρίβαμε τσιγάρα – τι καπνό θα έβγαζε το χαρτί της εφημερίδας Ακρόπολις, μαυρίλα και πίσσα. Τέτοιον καπνό ξαναείδε δεκαετίες μετά, όταν έκαψε τις δικογραφίες σε ένα νταμάρι στο Μαρκόπουλο, μέσα σε ένα μεταλλικό βαρέλι πετρελαίου. Αγχωμένος, θυμωμένος, τις ξεχώριζε με τη βοήθεια
12 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ενός νωχελικού δικηγόρου, συνεργάτη του, κοίταζε αστραπιαία το εξώφυλλο της δικογραφίας, Τάδε ΚATA Τάδε, και την έριχνε στη φωτιά. Οι περισσότερες δικογραφίες δεν του θύμιζαν κάτι. Δεν είχε πλέον ιδέα πού και πώς κατέληξαν ο τάδε και η τάδε, δεν τον ενδιέφερε η τύχη των διαδίκων. Μετά την έκδοση της απόφασης, τους παρέδιδε στη δικαιοσύνη του Χρόνου, που κρίνει αμετάκλητα χωρίς στρεψοδικίες, στον ανώτατο δικονομικό βαθμό, υπέρτερο του Αρείου Πάγου. Αν και πιστοποιημένος αριστερός, δεν του έβγαινε κάποιος συναισθηματισμός για τα προσωπικά πάθη και τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων. Γίνονταν κυνικός: Εσύ στη φωτιά! Εσύ στη φωτιά! Εσύ ζήσε λίγο ακόμα, να συνεχίσει τις δίκες ο στενόμυαλος δεξιός συνεργάτης μου, έχει παιδάκια ο χαμένος να φάνε ψωμί, θα πληρώσεις, κύριε τάδε, αφού έκανες απάτες, αφού, βρε κάθαρμα, δεν πλήρωνες τους εργάτες σου· αφού έκανες τρεις, τέσσερις γάμους και μάζεψες πέντε, δέκα, δεκαπέντε παιδιά, δικά σου και ξένα, φρόντισε τώρα να φτιάξεις αδέρφια το κοπάδι. Αμ, δεν γίνεται! Δεν μπορεί να βλέπει παιδιά, περιφερόμενα αγρίμια, ακαθοδήγητα. Ό,τι μπορεί στο ζήτημα αυτό, έστω και με αμφιλεγόμενο ή αφελή τρόπο, το κάνει, πάντως το προσπαθεί. Κάτι τέτοια βλέπει εκείνος ο μουσάτος, ο γυαλάκιας, και έβγαλε τραγούδι: Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά Στην αγορά στο Λαύριο. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρουν τίποτα Και δεν ελπίζουν στο αύριο.
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 13 Όσο έκαιγε δικογραφίες, ένιωθε το πρόσωπό του να σκληραίνει, δεν χρειάζονταν καθρέφτης· προφανώς παρόμοιοι ήταν και οι αξιωματικοί των Ες-Ες στις αποβάθρες των στρατοπέδων όπου σωριάζονταν οι Εβραίοι, έκαναν τη διαλογή ταχύτατα με ένστικτο, χωρίς να ξέρουν τίποτε γι’ αυτούς που έστελναν στη φωτιά ή τους άλλους που τους άφηναν να ζήσουν λίγο ακόμα για να βασανιστούν. Το γεύτηκε κι αυτό το συναίσθημα ο ορκισμένος εχθρός του ναζισμού. Τοξικό νέφος καπνού περιπλανιόταν στον ουρανό πάνω από τα Μεσόγεια και αναμειγνύονταν με τον καπνό των αεροπλάνων. Αν έμπαινε κάποιο καταδιωκτικό γεράκι του αεροδρομίου μέσα στο τοξικό νέφος, θα έπεφτε ακαριαία νεκρό. Ήταν απερισκεψία του, ήταν άγνοια κινδύνου να κάψει δικογραφίες χωρίς μέτρα προστασίας έστω και στην ερημιά ενός εγκαταλειμμένου λατομείου· όσοι είναι μαχόμενοι δικηγόροι καταλαβαίνουν τον κίνδυνο – ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Θυμάται ότι, σε μια περίπτωση ακραίας έλλειψης χαρτιού, τόλμησε το αδιανόητο· έστριψε λίγο χαρτί από τον παράνομο Ριζοσπάστη, μάλιστα από τις πίσω σελίδες της εφημερίδας με τα κοινωνικά θέματα, και όμως παρατήρησε κάτι σαν θαύμα, ο καπνός ήταν αλλιώτικος, αρωματικός, από την αρωματική ποικιλία του καπνού της Ξάνθης. Τη σέβονταν ανέκαθεν αυτή την εφημερίδα, από τον καιρό που την έβλεπε στην κωλότσεπη του πατέρα του και από πίσω του έτρεχαν τα παλιοζάγαρα της μεταξικής Ασφάλειας, σαν να μύριζαν το λουκάνικο. Μετά, όταν πλέον δεν έβρισκε τέτοια καπνόφυλλα, έκοψε το κάπνισμα, βασανίστηκε αλλά το άντεξε. Να αγοράσει έτοιμα τσιγάρα του εμπορίου
14 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ δεν το ήθελε, τα καπνεργοστάσια ήταν στα χέρια του Κεφαλαίου και δεν ήθελε να τους ενισχύσει ούτε και στο ελάχιστο. Επιπλέον οι βιομήχανοι ρίχνουν στο χαρμάνι του καπνού παραισθησιογόνες ουσίες, ώστε να φαίνεται στα μυαλά των καπνιστών ότι η κοινωνία είναι μια χαρά, ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει στο παραμικρό· δε βαριέσαι, αδερφέ, αρκεί που έχουμε τσιγάρα να μαστουρώνουμε. Και το κακό είναι ότι σχεδόν όλος ο κόσμος καπνίζει, αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην κάλπη, βλέπετε τι αλλοπρόσαλλα αποτελέσματα βγάζει. Αν αυτοί που ψηφίζουν δεν είναι ντοπαρισμένοι από κάτι, θα ψήφιζαν αλλιώς. Αυτό δεν έχει σχέση με τον Λαό, αλλιώς ψηφίζει ο Λαός, αλλιώς ψηφίζει ο κόσμος, η καθοδήγηση εισηγήθηκε πάνω σε αυτή την αντίφαση και η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε ότι ο Λαός είναι σοφός, ανεξάρτητα από τι παράλογα όντα αποτελείται. Δεν πρέπει να συγχέονται αυτά τα δύο πλήθη, έστω και αν αποτελούνται από τους ίδιους ανθρώπους. Λοιπόν, αγαπητοί μου, πιστοποιημένοι σύντροφοι, μακριά από την κάλπη, είναι κάλπικη, μην τη νομιμοποιούμε, αυτό το 7 και 8 και 10% των ψηφοφόρων που είναι πιστοποιημένοι μαρξιστές εμείς το έχουμε, ό,τι κι αν γίνει. Ποιος ο λόγος να μας το πει η κάλπη; Η ασάφεια μας δίνει πολύ μεγαλύτερα ποσοστά. Βέβαια οι μη πιστοποιημένοι σοσιαλιστές μπορούν συγκυριακά να ανεβάσουν ποσοστά ακόμα και στο 50%, ξεκινώντας από το 3%, αλλά δεν τα κρατούν, χάνονται όπως το νερό από τα φτερά της πάπιας και μετά ξαναγυρίζουν διαπαντός στο τρία. Η χαρά των κεφαλαιοκρατών! Κάνουν αγρανάπαυση οι κεφαλαιοκράτες για κά
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 15 ποιο διάστημα και μετά δεν ξεκαβαλικεύουν από το μαύρο άλογο της εξουσίας, γίνονται ένα με τη σέλα. Να το θυμάστε από έναν αγωνιστή παππού, η εξουσία μόνο μαύρο άλογο καβαλικεύει, τα άλλα αφηνιάζουν και την γκρεμίζουν, γι’ αυτό δεν το αλλάζει. Το κακό είναι ότι μας χλευάζουν όλους, μας ειρωνεύονται· κοιτάξτε τους σοσιαλιστές και βγάλτε συμπέρασμα, μας βάζουν όλους στο ίδιο τσουβάλι, πιστοποιημένους και σκουπίδια. Οι σοσιαλιστές έχουν ένα τρωτό, είναι ευάλωτοι στη γελοιοποίηση γιατί αλλάζουν συνεχώς προσωπίδες, ενώ οι δεξιοί, οι φασίστες, οι τραμπούκοι, πες τους όπως θέλεις, δεν έχουν τέτοιον κίνδυνο, να, αυτά είναι τα μούτρα μας, δεν κρυβόμαστε, και αν σας αρέσουν. Αν δεν σας αρέσουν, ξαναπάμε στον Γράμμο να το καταλάβετε ακόμα μία φορά! Έφτασα γέρος και βαρέθηκα να μου πιάνουν τον κώλο οι φασίστες, κι εγώ να παριστάνω ότι μάλλον κατά λάθος πέρασε το χέρι τους από το κωλομέρι μου, δηλαδή ό,τι γίνεται στις δημόσιες συγκοινωνίες, όποιος προλάβει πιάνει τον κώλο του συνεπιβάτη χωρίς όμως να δίνει ξεκάθαρο δικαίωμα παρεξήγησης. Αγανάκτησα. Θέλετε Γράμμο; Πάμε Γράμμο! Αλλά αλλιώς αυτή τη φορά, χωρίς δούρειους ίππους, με πιστοποιημένους αξιόμαχους πολεμιστές, όλες τους και όλοι τους παρασημοφορημένοι με καρφιτσωμένη στο στήθος τη σφαίρα που τους σκότωσε, θα αναλάβουν τον οπλισμό τους όπου πλέον βρίσκεται, ψέκασμα με αντισκοριακό στα κλείστρα· θα πάρω κι εγώ τα ένδοξα κιάλια, τον φονιά των αρμάτων, από το Μουσείο του Αγώνα, αν τελικά τα βάλουν εκεί, και θα βλέπω μέχρι χελώνα που περπατάει κάτω από τις οξιές στις Αρένες του Γράμμου.
16 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Θα φωνάζω στους συντρόφους: Βολή τρεις μοίρες αριστερά, βολή εφτά μοίρες δεξιά. Θα γεμίσει ο Γράμμος ατσάλινα χελωνοκάκαυλα made in USA. Ξανάριξε τα τρίμματα της γόπας στο χώμα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νεαρού σ., που δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτή την αψυχολόγητη κίνηση. Μακάρι να μην την κατανοήσει. Ευτυχώς έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί –ας το ευχηθούμε– ο καιρός που οι άνθρωποι αναζητούσαν με τρελό μάτι αποτσίγαρα, τα άναβαν και τα φουμάριζαν μέχρι του σημείου να καπνίζουν ως και τα καμένα δάχτυλά τους. Ήταν τότε ύβρις να συνθλίψεις τόσο πολύ τη στριφτή γόπα του τσιγάρου σου· κάποιος άλλος θα τη στερούνταν. Η φάση με τη λιωμένη γόπα τελείωσε με μια φράση-εντολή: «Αν καπνίζεις, να το κόψεις!». Ο νεαρός σ. ήταν ανυποψίαστος για όλα αυτά που γυρόφερναν στο κεφάλι του διπλανού του. Τα μαλλιά του ηλικιωμένου σ., αραιά και λευκά, είχαν μακρύνει αρκετά και χρειάζονταν βαθύ κούρεμα, κόλλαγαν ενοχλητικά σαν ιστός αράχνης στο ιδρωμένο μέτωπο. Ήταν όμως, όπως πάντα, επιμελώς ξυρισμένος, του έμεινε η συνήθεια από τον καπετάνιο, που και στο Βουνό ξυρίζονταν καθημερινά με το σάλιο του και την ακονισμένη ξιφολόγχη, έμπαινε στη μάχη σαν γαμπρός. Τον έχει δει κάποιος σε φωτογραφία με γενειάδα; Με σταυρωτά φισεκλίκια σαν λήσταρχο; Κανένας. Το από μέσα μετράει. Σήμερα το βλέμμα του δεν είχε γαλήνη, περιστρέφονταν οι βολβοί όπως το κεφάλι του πτηνού που έχασε την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, υποπτεύεται ότι από κάπου το σημαδεύει μια σφεντόνα, και ας μην το σημαδεύει, αρκεί
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 17 που του έχουν βάλει μια σφεντόνα μέσα στο μυαλό του. Το πρόσωπό του, σκυθρωπό, κέρινο, είχε περίεργα χρώματα και στίγματα, πλασμένο όχι από κύτταρα σάρκας αλλά από καφετιά ανακυκλωμένα κεριά νεκρώσιμων τελετών, που ξαναζυμώνονται στις βιομηχανίες κεριών μαζί με τα σβηστά φιτίλια τους και ξαναβγαίνουν στο εμπόριο. Όμως η κινητικότητα και η ζωντάνια σε αυτή την ηλικία (υπάρχει στο διαδίκτυο το μακρινό έτος που γεννήθηκε, όπως και κάποιες ασήμαντες πληροφορίες για τη ζωή του, έζησε και κάποια χρόνια σκυλίσια, το ένα του σκύλου πέντε του ανθρώπου, συνεπώς η ηλικία του ανεβαίνει αφύσικα ψηλά) παραξένεψαν τον νεαρό σ., αλλά, πριν αυτός το εκφράσει, ο ηλικιωμένος σ. απάντησε στην απορία του: «Ξέρω, ξέρω, νεαρέ σ., απορείς πώς κρατιέμαι καλά σωματικά ως αυτή την ηλικία· όλοι μου το λένε, πώς έγινε και ακόμη δεν πέθανα ληξιαρχικά ενώ πέθανα τόσες φορές στη ζωή μου, θα τα διαβάσεις μερικά εδώ μέσα, το λέει και ο τίτλος του βιβλίου άλλωστε». Η φωνή του ήταν αφύσικα δυνατή για γεροντική, θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι φοράει μάσκα γέρου. Ο νεαρός σ. κάπως σάστισε. «Όχι, σ., δεν απορώ, χαίρομαι». – «Να μιλάς όμως δυνατά για να μπορώ να σε ακούω· δυστυχώς, μου διέφυγε και δεν έφερα την ακουστική ψείρα μαζί μου, μα εγώ θα μιλάω σιγανά κάποιες φορές. Υπάρχει λόγος». – «Κάντε όπως νιώθετε καλύτερα, σ., εγώ ακούω και ψιθυριστά». – «Ευχαριστώ, απλώς εξηγούμαι. Νόμιζα ότι θα τελειώναμε τη συνάντηση στο λεπτό, θα σου έδινα ετούτο το βιβλίο που ζήτησες, και άντε γεια· δεν μου πέρασε από τον νου πως, όταν θα σε έβλεπα, θα αισθανόμουν μια παρόρμηση να σου
18 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ το εξηγήσω, να το τοποθετήσω στην εποχή του και να το παινέψω, για να το διαβάσεις προσεκτικά και σε βάθος ώστε να διδαχτείς. Δηλαδή μου συνέβη αμέσως τώρα ό,τι ντροπιαστικότερο μπορεί να συμβεί σε έναν συγγραφέα που αναγκάζεται να παινέψει το βιβλίο του για να διαβαστεί, επειδή πιστεύει από τα βάθη της καρδιάς του ότι αξίζει να διαβαστεί και ότι κάτι σπουδαίο θα χάσει ο αναγνώστης αν δεν το διαβάσει – έτσι συμβαίνει με τους συγγραφείς, αν δικαιούμαι να βάλω λαθραία και τον εαυτό μου μέσα σε αυτή την άτιμη φάρα. Εσύ μου το θύμισες ότι κάποτε ήμουν και λίγο συγγραφέας, και θα το πληρώσεις» είπε γελώντας. «Θα με ανεχτείς λιγάκι· άλλωστε κι εγώ ποιον έχω πλέον να μιλήσω; Με τη Στεφάνα και τον Φατμίρ τι να πω; Αυτά που μου λένε δεν θέλω να τα ακούω, αυτά που τους λέω δεν τα πιστεύουν. Αυτοί δυστυχώς απόμειναν στο περιβάλλον μου. Αν μάλιστα σου πω τι μου έκανε η Στεφάνα με έναν αστακό, θα τρελαθείς όπως κι εγώ». – «Δεν ξέρω για ποιους μου μιλάτε, αλλά ευχαρίστως, σ., να κουβεντιάσουμε όση ώρα θέλετε, τιμή μου και χαρά μου· είναι ευκαιρία να συναντάει κανείς τη ζωντανή Ιστορία. Μα απορώ, γιατί αμφιβάλλετε ότι είστε συγγραφέας; Αυτά που λέτε τώρα εδώ είναι προφορική λογοτεχνία, θα διαβάσω βέβαια και το βιβλίο». – «Βρε, τι συγγραφέας μού λες, που αν αποφασίσω να γράψω βιβλίο δεν θα βρω εκδότη με αυτά που θα γράψω. Σβήστε, παρακαλώ, αυτό γιατί θα προσβληθούν και θα αντιδράσουν οι τάδε, σβήστε κι αυτό γιατί θα αντιδράσουν οι άλλοι τάδε. / Βρε, στ’ αρχίδια μου κι αν αντιδράσουν, εγώ απόψε θα πεθάνω, θα γίνω πέτρα. / Εμείς όμως, κύριε, δεν θα πεθάνουμε απόψε,
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 19 είμαστε εκδοτική επιχείρηση, έχουμε λειτουργικά έξοδα, απασχολούμε εργαζόμενους. / Ε, τότε μην το εκδίδετε. Στο τέλος αυτοέκδοση θα κάνω, θα χαρίζω το βιβλίo χέρι με χέρι και θα φιλώ το χέρι εκείνων που το δέχονται, ώστε να μην πάθω την ταπείνωση των ταλαίπωρων που μοιράζουν διαφημιστικά φυλλάδια και τους τα πετάνε στα μούτρα. Γι’ αυτό λοιπόν μη με βάζεις σε μπελάδες, άσε με στην ησυχία μου, μη με ξεσηκώνεις περισσότερο και με πιάσει καμιά λογοτεχνική υστερία στο και πέντε και αρχίσω να γράφω. Πάντως ευχαριστώ, παιδί μου, για την υπομονή σου, συγγνώμη προκαταβολικά που θα σε βασανίσω, αλλά θα σε βασανίσω συναινετικά· αν δεν αντέχεις, φεύγεις. Απορώ πώς το ανακάλυψες το βιβλίο μου, το ξέθαψες, εγώ το είχα ξεχάσει εντελώς, εσύ μου το θύμισες, έφαγα τον τόπο σε όλο το σπίτι να βρω ένα αντίτυπο για σένα, έβρισκα τα παρακμιακά βιβλία των αλλωνών, τα βλέπω και τρελαίνομαι. Απορώ πώς αυτά ζουν και βασιλεύουν, και τα δικά μας τα αγωνιστικά βιβλία πέθαναν, το τελευταίο αντίτυπο που υπάρχει σου δίνω· με έπιασε ένα ρίγος νεανικής χαράς, σαν ερωτικό χτυποκάρδι, όταν με ενημέρωσαν ότι ένας διδακτορικός αριστούχος φοιτητής, και μάλιστα σύντροφος, ψάχνει το ξεχασμένο βιβλίο μου. Τελικά δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, πάντα θα βρίσκεται το καλό μάτι, αλλά φοβάμαι κιόλας μήπως το πάθω σαν τον ξεσηκωμένο γέροντα που πίστεψε στα γλυκόλογα και περιμένει μήνες, χρόνια καθισμένος στο παγκάκι, όπου του έδωσε ραντεβού κάποια όμορφη ψεύτρα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ». Η γλώσσα του περιφέρονταν απολαυστικά στη στοματική κοιλότητα και μάζευε τα μόρια του μελιού που μόλις
20 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ πέρασε αποκεί ανάμεικτο με σάλιο και χύθηκε στον οισοφάγο. Πράγματι ένιωσε στο στόμα μια απροσδόκητη γλύκα, καθώς γεννήθηκε η λέξη παιδί μου τόσο αβίαστα και γλυκά και χωρίς ενοχλητικό πόνο – τόσο γλυκά όσο πονάει η κότα όταν γεννάει το αυγό. Ήταν σαν να έγλειψε στα κλεφτά μια δαχτυλιά από ξένο μέλι. Υπέροχη αίσθηση, δεν την είχε ξανανιώσει. Όσοι έχουν φάει κλεμμένο μέλι τον νιώθουν, όμως μετά τη γλύκα το στόμα πικρίζει, γίνεται φαρμάκι. Άρχισαν να μπαίνουν στο χάος «Μου είπες πριν ότι χαίρεσαι για την καλή μου υγεία και τη μακροζωία μου». – «Έτσι είπα και το εννοώ». – «Ώστε λοιπόν, αντί να με λυπάσαι, χαίρεσαι! Όμως εγώ γιατί δεν χαίρομαι; Τι μου λείπει και δεν χαίρομαι;» – «Δεν πιστεύω ότι δεν χαίρεστε με αυτά τα αγαθά της ζωής, υγεία, μακροζωία, τιμητική, αγωνιστική διαδρομή ζωής. Τι άλλο θα μπορούσε να σας ευχαριστήσει;» – «Θα με ευχαριστούσε, ας πούμε, αν είχα αυτό που δεν γίνεται να έχω· από αυτό δεν πάσχουν οι ψυχές των ανθρώπων;» αναστέναξε. «Λογική όμως η απορία σου, να σου τη λύσω γιατί δεν χαίρομαι· να σου δώσω και τη συνταγή της μακροζωίας, μα αχρείαστη να σου είναι». – «Γιατί αχρείαστη;» Ο ηλικιωμένος σ. γέλασε σαρκαστικά. «Ε, ανυποψίαστο παιδί! Διότι με τη μακροζωία έχεις πολλές πιθανότητες να πεθάνεις αρκετές φορές από διάφορα εσωτερικά κυρίως συμβάντα· και όμως, παρότι νεκρός αισθάνεσαι τις πίκρες και το πένθος της ζωής μέχρι τα νύχια, σαν να είσαι ακόμη ζωντανός,
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 21 εισπράττεις μόνο τα άσχημα και από το ένα φαινόμενο και από το άλλο. Το έχω πάθει, γι’ αυτό το λέω και το γράφω εδώ μέσα. Δεν θέλω να παινέψω το βιβλίο μου, του ξανάριξα από περιέργεια μια ματιά να το θυμηθώ· βρε, σαν να μην τα περάσαμε αυτά μου φαίνεται. Βέβαια τώρα αλλιώς γράφονται τα βιβλία, φυλλομετράς τόσες σελίδες να βρεις έστω και ένα κοσμητικό επίθετο, μια ωραία ποιητική εικόνα, ένα μήνυμα, και δεν το βρίσκεις, στέγνια και ερημιά, βρίσκεις μέσα άλλα περίεργα, λες και τώρα γράφονται τα βιβλία μέσα στα ψυχιατρεία για να τρελάνουν και τους απόξω, αλλά αντικειμενικά είναι διδακτικό το βιβλίο μου, μπορεί να διδάξει τις μάζες όπως έκανε στο παρελθόν. Αν βρεις μέσα κάτι άσεμνο, κάτι προκλητικό, θα υπάρχει λόγος που γράφτηκε, μη με περάσεις για διεστραμμένο». Ο νεαρός σ. άνοιξε τις βλεφαρίδες σαν να άκουγε από τα μάτια. Είχε ανοιχτά πράσινα μάτια, που γίνονταν ακόμα πιο πράσινα από την αντανάκλαση των γιακάδων του ελαφριού επαναστατικού τζάκετ. Όμορφο, ανυποψίαστο παιδί που άρχισε να νιώθει κάπως περίεργα και άβολα. Δεν κρυβόταν αυτό, παρά την προσποίηση της άνεσης που ήθελε να δείξει. Ο ηλικιωμένος σ. κοπάναγε το σκληρόδετο βιβλίο στα γόνατά του σαν να ήταν χταπόδι που πρέπει πρώτα να το παραγουλιάσει, να το μαλακώσει και μετά να το προσφέρει. Συνέχισε τον μονόλογο ψιθυριστά πλέον, γέρνοντας λοξά προς το κορμί του νεαρού, ο οποίος τραβήχτηκε κάπως νευρικά, λες και κάποιος έκφυλος γέρος ήθελε να αγγιχτεί με το μπούτι του. Ο ηλικιωμένος σ. υποψιάστηκε άλλο, μήπως τυχόν μυρίζει γεροντίλα και γι’ αυτό τραβήχτηκε το παιδί προς την άκρη στο παγκάκι. Μα
22 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ δεν είναι δυνατόν να βρομάει, αφού πριν έρθει πλύθηκε καλά, όχι όση ώρα πλένεται και ξυρίζεται η Στεφάνα, αλλά πάντως πλύθηκε καλά, ξυρίστηκε, έβαλε και ξεθυμασμένο after save που έχει χρόνια να βάλει, ούτε σε ερωτικό ραντεβού να έβγαινε σήμερα· εκτός και αν μύριζε πτωμαΐνη, που δεν φεύγει η μυρωδιά με όλα τα αρώματα του κόσμου, μόνο με δυνατή φωτιά. Πίστευε ότι δεν συνέβαινε κάτι τόσο απωθητικό, ο ίδιος ο νεαρός τού είπε: «Για να βλεπόμαστε, σ., μη στριμώχνεστε, ακούω και αποδώ». Αυτό τον ησύχασε. «Άκουσε, παιδί μου. Ένα πλεονέκτημα έχει ο θάνατος, τη γαλήνη· αν δεν σου τη δίνει, τότε κοίταξε πού έγινε το λάθος στη ζωή σου. Προσοχή! Αν δεν νιώσεις γαλήνη, μην μπαίνεις σε τάφο, αρνήσου να θαφτείς, κάνε κάτι να διορθώσεις. Τουλάχιστον προσπάθησε, δεν φαντάζεσαι τι μαρτύρια θα περάσεις μέσα στην αιωνιότητα. Είμαστε μεν μαρξιστές, υλιστές, αλλά τα φαντάσματα πρέπει να το παραδεχτούμε ότι υπάρχουν, αυτά σίγουρα υπάρχουν, ίσως εμείς δεν υπάρχουμε». Κοίταζε τριγύρω ανήσυχος μήπως αυτά ακούστηκαν από κάποιον αρμόδιο περαστικό, διότι άκουσε τον διακριτικό ξερόβηχα μιας ανθρώπινης σκιάς που πέρασε πίσω από τις πλάτες τους. Υπήρχε μια σχετική κινητικότητα στον ιερό περίβολο, κόσμος έμπαινε και έβγαινε για διάφορους λόγους. Αν τυχόν διαδίδονταν αυτό που μόλις είπε και ποιος το είπε, πίστευε ότι θα γίνονταν μέγα ιδεολογικό θέμα, θα έφτανε στα ανώτατα κλιμάκια της καθοδήγησης. «Μην το πεις πουθενά αυτό, θα μου αφαιρέσουν την κομματική ταυτότητα, που βάφτηκε με αίμα, ανάμεικτο αίμα δικό μου με το αίμα εχθρών μας που κύλησαν στο ίδιο αυ
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 23 λάκι. Μπερδεύτηκε πολύ το πράγμα, έγινε αδιέξοδο – ποιο είναι το δικό μου αίμα, ποιο είναι των εχθρών μου; Πώς ξεχωρίζονται; Ούτε με DNA δεν ξεχωρίζονται, αφού είναι αδερφικό, ένα και το αυτό. Αν χωριστούν δύο ποτάμια που αντάμωσαν και τραβήξει το καθένα πίσω τα δικά του νερά, θα ξεχωρίσουμε κι εμείς τα αίματά μας. Γράφω και ορισμένα τέτοια παρεξηγήσιμα ποιητικά στο βιβλίο, αν και μαρξιστής, και γι’ αυτό ίσως καταχωνιάστηκε από φίλους και εχθρούς, αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάτι άλλο συνέβη και δεν υπάρχει πλέον το βιβλίο μου στη μεγάλη βιβλιοθήκη μας. Μακάρι να το ζήλεψε κάποιος, χαλάλι του, μακάρι να το έκλεψε· ποια καλύτερη τύχη ελπίζει ένα βιβλίο από το να το κλέψουν; Το να πουληθεί δεν σημαίνει κάτι, τόσα πουλιούνται και το άλλο καλοκαίρι ξεχνιούνται. Και ήρθες τώρα εσύ και με ξεσήκωσες, και μου θύμισες ότι είμαι, ότι ήμουν στη ζωή μου και λίγο συγγραφέας, μια χαρά ήμουν στη λησμονιά, άλλα πράγματα δρομολογώ με το μυαλό μου, μήπως κάτι διορθώσω. Τέλος πάντων, ό,τι άλλο πούμε εδώ, αν σε ρωτήσουν οι από μέσα, πες το. Ανάγκη με έχουν, δεν τους έχω». Σταμάτησε ξαφνικά και ξερόβηξε, ο ξερόβηχας του δισταγμού και της αιδημοσύνης. «Να σε ρωτήσω κάτι· αν θέλεις, μου απαντάς». – «Ευχαρίστως, ό,τι θέλετε». – «Εντάξει ό,τι θέλω, μια κουβέντα είναι αυτή, αλλά πρέπει κι εσύ να μπορείς να την πεις, υπάρχει η δεοντολογία, υπάρχει η συνωμοτικότητα σ’ εμάς». – «Τι θέλετε να σας πω;» – «Λοιπόν, αφού έχεις άγνοια κινδύνου, θα το εκμεταλλευτώ και θα σε ρωτήσω ευθέως, τι λένε στους απάνω ορόφους για τα κιάλια, τι προθέσεις έχουν;» – «Ειλικρινά
24 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ δεν σας καταλαβαίνω, για ποια κιάλια μού μιλάτε;» – «Κι εγώ δεν σε καταλαβαίνω, μα δεν σου είπαν οι από μέσα σ. ότι το βιβλίο που ζήτησες το έγραψε ένας σύντροφος με τον οποίο έχουνε μακροχρόνια φιλική διαφωνία για κάτι περίφημα κιάλια;» – «Τι κιάλια;» – «Κάτι κιάλια που ήρθαν τότε αποκεί και τα είχε πρώτα κάποιος φοβερός και τρομερός». – «Δεν άκουσα κάτι, ειλικρινά». – «Ε, τότε θα είσαι πιο κουφός από μένα. Βρε, γίνονται επί χρόνια συσκέψεις επί συσκέψεων στους απάνω ορόφους γι’ αυτά τα κιάλια, κι εσύ δεν άκουσες τίποτε; Λοιπόν, τότε θα σε ενημερώσω εγώ, αλλά έξω αποδώ. Είναι οι από μέσα και μας ακούνε. Βρε, είναι δυνατόν να μην άκουσες τίποτε; Ελληνορωσικός πόλεμος θα ξεσπάσει, αν δεν το διαχειριστούμε σωστά το ζήτημα. Άγνοια κινδύνου έχουν οι άκαπνοι. Αν δεν συζητάνε αυτό, τότε τι στον διάολο συζητάνε, για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό; Όλοι προφανώς συμπαθούμε τον Ολυμπιακό λόγω φανέλας, αλλά υπάρχουν και άλλα ζητήματα κρίσιμα· ένα από αυτά είναι τα κιάλια. Θα σου το εκθέσω το θέμα κάποια άλλη στιγμή, πρέπει να πάρεις θέση. Είσαι η νέα γενιά. Εγώ πάντως είμαι συναινετικός, αλλά με κάποιους όρους, δεν τα βρήκα στο Μοναστηράκι». Ο νεαρός σ. έδειχνε αμήχανος με όλα αυτά που άκουγε, δεν ήρθε εδώ προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τέτοια ζητήματα, δεν τον έστειλε κάποιος ούτε να συλλέξει πληροφορίες ούτε να δώσει πληροφορίες· βέβαια, ξέρει ότι, αν μπλέξεις με γέρο που είχε κάποτε πολεμήσει και βάλει την κασέτα να παίξει, πρέπει να είσαι πολύ αγενής για να φύγεις πριν τελειώσει η κασέτα, όταν μάλιστα κάτι περι
ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 25 μένεις από αυτόν. Σίγουρα ο νεαρός θα είπε στον εαυτό του: άκουσε το κάθε απίθανο και περίμενε να κάνεις τη δουλειά σου. Άλλωστε δεν ήταν αυτός ο πρώτος παλιός που έχει συναντήσει ο νεαρός σ., θα είχε δει και άλλους παλιούς αγωνιστές, στο πλαίσιο της διατριβής του, και θα διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι έσκαψαν ιδιόκτητες ιδεολογικές σήραγγες στον σοσιαλιστικό λαβύρινθο, το έδαφος του σοσιαλισμού σκάβεται εύκολα, είναι πέτρωμα πωρόλιθος. Προφανώς θα είδε ότι οι παλιοί σύντροφοι στην πλειοψηφία τους είναι πλέον παγιδευμένες μέλισσες σε κενές φιάλες αναψυκτικών και βουίζουν, δεν μπορούν να καταλάβουν το αυτονόητο, ότι μόνον αποκεί που μπήκαν μπορούν να ξαναβγούν. Ο καθένας έχει φτιάξει τον δικό του κόσμο, ευχαρίστως να σε φιλοξενήσει στον κόσμο του, όμως μην του τον χαλάσεις, μη σκουπίσεις τα παπούτσια σου στο χαλάκι της προσευχής του. Πάντως ετούτος ο παλιός σύντροφος που βρίσκεται σήμερα μπροστά του θα του φαίνεται μάλλον ξεχωριστός, έχουν ενδιαφέρον αυτά που λέει, ό,τι κι αν λέει, αν δεν τα παίρνει κάποιος στενά ιδεολογικά, αλλά δεν σου δίνει και το χαλάκι της προσευχής του να σκουπίσεις τα παπούτσια σου, πιθανότατα η σκέψη και η αγωνία του βρίσκονται κάπου αλλού, κάπου μακριά. Ή πολύ πίσω ή πολύ μπροστά από το σήμερα. Περήφανα γηρατειά Ένα δυσεύρετο, λησμονημένο βιβλίο θέλει να πάρει από τον ηλικιωμένο σ., να το διαβάσει στα γρήγορα, να κρατήσει κάποιες σημειώσεις ή –το πρακτικότερο, και μάλλον
26 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ αυτό θα κάνει– να το φωτοτυπήσει, για να το μελετήσει με την άνεσή του στα σημεία που τον ενδιαφέρουν, και με την πρώτη ευκαιρία να του το επιστρέψει. Οι από μέσα σ. για κάθε άλλο ενδεχόμενο θα τον είχαν προετοιμάσει. Κατά πάσα πιθανότητα θα του είπαν για τον συγγραφέα του ότι είναι ένας πιστοποιημένος μαρξιστής στέρεων, παλιών αρχών, οπωσδήποτε θεωρητικά καταρτισμένος με θεμελιώδεις γνώσεις, όμως δύστροπος, απρόβλεπτος, δεν ανοίγει εύκολα το στόμα του, μόνο παλιά με τον Χαρίλαο το άνοιγε· μακάρι αυτός να τον καταφέρει να το ανοίξει για να ενημερώσει κι αυτούς τι, τέλος πάντων, κουβαλάει μέσα στην κούτρα του τον τελευταίο καιρό, που πότε θέλει το ένα, μετά θέλει το άλλο και δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα. Ό,τι χειρότερο να μπλέξεις με άτομο που δεν ευχαριστιέται με τίποτα, έχει η ψυχή του μια τεράστια τρύπα σαν της λεκάνης της τουαλέτας, που ό,τι και να της ρίξεις μέσα, όλα πηγαίνουν στο χάος, μάταιο, δεν γεμίζει το χάος, αλλά η τρύπα της ψυχής του πρέπει οπωσδήποτε να κλείσει. Δεν θέλουν να τον χάσουν. Τα πολύ, πολύ παλαιότερά του τα γνωρίζουν και τα έχουν διασταυρωμένα από διάφορες πηγές πληροφοριών. Παλικαριά αδιαμφισβήτητη σε βαθμό σκληρότητας, ούτε κατά διάνοια οπορτουνιστής. Κι αν κοιμήθηκε αγωνιστικά για κάποιο διάστημα μετά την αναγκαστική διακοπή του Αγώνα, κοιμήθηκε όπως η αρκούδα που πέφτει σε νάρκη και ξυπνάει ορεξάτη. Είναι μια ζωτική λειτουργία η νάρκη, ούτε τα νύχια χάνει στον μεγάλο ύπνο ούτε τα δόντια, ούτε κυρίως το ένστικτο να διαισθάνεται τον κίνδυνο και τον εχθρό. Υπήρξε λόγος που κοιμήθηκε. Τον βαθμολογούν με άριστα 0, του αμνηστεύουν
www.metaixmio.grRkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=