Τα κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ

28 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ προσωπίδα. Όλους τους χάφτει και τους φουσκώνει τα μυαλά με αισιόδοξες παραισθήσεις ότι δικαιούνται –χωρίς το κοκκίνισμα της ντροπής– να δανειστούν, υποθηκεύοντας τα εγγόνια τους, τα δισέγγονά τους και τα τρισέγγονά τους στο Κεφάλαιο, για να τρώνε, να πίνουν οι αφεντιές τους ασυλλόγιστα και να είναι και... σοσιαλιστές. Υποπτεύεται την ανησυχία και την καχυποψία των από μέσα σ., αλλά τη δικαιολογεί. Κι αυτός, αν ήταν από μέσα, τα ίδια θα σκέφτονταν, τα ίδια θα έκανε. Όμως κακώς ανησυχούν, προς τα εκεί δεν πρόκειται να πάει. Να κάνει τι εκεί; «Περήφανα γηρατειά» έλεγε ο λαοπλάνος. Τι περήφανα γηρατειά μάς λες, που ο γέρος πολύ πριν το πρώτο φως της αυγής έχει το μάτι γαρίδα, ακούει το απορριμματοφόρο να περνάει και αναστατώνεται να κατέβει στον δρόμο, και μαζί με τη σακούλα των σκουπιδιών να ρίξει και τον εαυτό του μέσα στον περιστρεφόμενο κάδο· δεν το αντέχει το στίγμα ότι παραπλανήθηκε και άρπαξε το ψωμί από τα λιπόσαρκα χεράκια των εγγονιών του. Πήρε το χούι του πατέρα του στο παραμύθι ο λαοπλάνος. Ήταν διαρκώς στο βασανιστικό δίλημμα πώς θα γίνει ωφέλιμος και συνάμα ευχάριστος στη χώρα που τον εξέλεξε κυβερνήτη, τι θα ευχαριστούσε τη χώρα του πιο πολύ, να την κυβερνήσει ή να τη @@@; Δεν θα της χάλαγε το κέφι, ό,τι γούσταρε η χώρα. Ήταν όμως χαρισματικός, κατόρθωσε και συνδύασε και τα δύο. Αυτός δεν ξεχνιέται στους αιώνες. Ψάρεψε στα εκλογικά δίχτυα ανήσυχους νέους και ησυχασμένους γέρους, και έγιναν όλοι αναδρομικά ήρωες της Εθνικής Αντίστασης. Όσοι είδαν ζωγραφισμένο Γερμανό στρατιώτη σε εικονογραφημένα περιοδικά πήραν τη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=