ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 23 λάκι. Μπερδεύτηκε πολύ το πράγμα, έγινε αδιέξοδο – ποιο είναι το δικό μου αίμα, ποιο είναι των εχθρών μου; Πώς ξεχωρίζονται; Ούτε με DNA δεν ξεχωρίζονται, αφού είναι αδερφικό, ένα και το αυτό. Αν χωριστούν δύο ποτάμια που αντάμωσαν και τραβήξει το καθένα πίσω τα δικά του νερά, θα ξεχωρίσουμε κι εμείς τα αίματά μας. Γράφω και ορισμένα τέτοια παρεξηγήσιμα ποιητικά στο βιβλίο, αν και μαρξιστής, και γι’ αυτό ίσως καταχωνιάστηκε από φίλους και εχθρούς, αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάτι άλλο συνέβη και δεν υπάρχει πλέον το βιβλίο μου στη μεγάλη βιβλιοθήκη μας. Μακάρι να το ζήλεψε κάποιος, χαλάλι του, μακάρι να το έκλεψε· ποια καλύτερη τύχη ελπίζει ένα βιβλίο από το να το κλέψουν; Το να πουληθεί δεν σημαίνει κάτι, τόσα πουλιούνται και το άλλο καλοκαίρι ξεχνιούνται. Και ήρθες τώρα εσύ και με ξεσήκωσες, και μου θύμισες ότι είμαι, ότι ήμουν στη ζωή μου και λίγο συγγραφέας, μια χαρά ήμουν στη λησμονιά, άλλα πράγματα δρομολογώ με το μυαλό μου, μήπως κάτι διορθώσω. Τέλος πάντων, ό,τι άλλο πούμε εδώ, αν σε ρωτήσουν οι από μέσα, πες το. Ανάγκη με έχουν, δεν τους έχω». Σταμάτησε ξαφνικά και ξερόβηξε, ο ξερόβηχας του δισταγμού και της αιδημοσύνης. «Να σε ρωτήσω κάτι· αν θέλεις, μου απαντάς». – «Ευχαρίστως, ό,τι θέλετε». – «Εντάξει ό,τι θέλω, μια κουβέντα είναι αυτή, αλλά πρέπει κι εσύ να μπορείς να την πεις, υπάρχει η δεοντολογία, υπάρχει η συνωμοτικότητα σ’ εμάς». – «Τι θέλετε να σας πω;» – «Λοιπόν, αφού έχεις άγνοια κινδύνου, θα το εκμεταλλευτώ και θα σε ρωτήσω ευθέως, τι λένε στους απάνω ορόφους για τα κιάλια, τι προθέσεις έχουν;» – «Ειλικρινά
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=