Τα κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ

ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 17 που του έχουν βάλει μια σφεντόνα μέσα στο μυαλό του. Το πρόσωπό του, σκυθρωπό, κέρινο, είχε περίεργα χρώματα και στίγματα, πλασμένο όχι από κύτταρα σάρκας αλλά από καφετιά ανακυκλωμένα κεριά νεκρώσιμων τελετών, που ξαναζυμώνονται στις βιομηχανίες κεριών μαζί με τα σβηστά φιτίλια τους και ξαναβγαίνουν στο εμπόριο. Όμως η κινητικότητα και η ζωντάνια σε αυτή την ηλικία (υπάρχει στο διαδίκτυο το μακρινό έτος που γεννήθηκε, όπως και κάποιες ασήμαντες πληροφορίες για τη ζωή του, έζησε και κάποια χρόνια σκυλίσια, το ένα του σκύλου πέντε του ανθρώπου, συνεπώς η ηλικία του ανεβαίνει αφύσικα ψηλά) παραξένεψαν τον νεαρό σ., αλλά, πριν αυτός το εκφράσει, ο ηλικιωμένος σ. απάντησε στην απορία του: «Ξέρω, ξέρω, νεαρέ σ., απορείς πώς κρατιέμαι καλά σωματικά ως αυτή την ηλικία· όλοι μου το λένε, πώς έγινε και ακόμη δεν πέθανα ληξιαρχικά ενώ πέθανα τόσες φορές στη ζωή μου, θα τα διαβάσεις μερικά εδώ μέσα, το λέει και ο τίτλος του βιβλίου άλλωστε». Η φωνή του ήταν αφύσικα δυνατή για γεροντική, θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι φοράει μάσκα γέρου. Ο νεαρός σ. κάπως σάστισε. «Όχι, σ., δεν απορώ, χαίρομαι». – «Να μιλάς όμως δυνατά για να μπορώ να σε ακούω· δυστυχώς, μου διέφυγε και δεν έφερα την ακουστική ψείρα μαζί μου, μα εγώ θα μιλάω σιγανά κάποιες φορές. Υπάρχει λόγος». – «Κάντε όπως νιώθετε καλύτερα, σ., εγώ ακούω και ψιθυριστά». – «Ευχαριστώ, απλώς εξηγούμαι. Νόμιζα ότι θα τελειώναμε τη συνάντηση στο λεπτό, θα σου έδινα ετούτο το βιβλίο που ζήτησες, και άντε γεια· δεν μου πέρασε από τον νου πως, όταν θα σε έβλεπα, θα αισθανόμουν μια παρόρμηση να σου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=