Τα κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ

12 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ενός νωχελικού δικηγόρου, συνεργάτη του, κοίταζε αστραπιαία το εξώφυλλο της δικογραφίας, Τάδε ΚATA Τάδε, και την έριχνε στη φωτιά. Οι περισσότερες δικογραφίες δεν του θύμιζαν κάτι. Δεν είχε πλέον ιδέα πού και πώς κατέληξαν ο τάδε και η τάδε, δεν τον ενδιέφερε η τύχη των διαδίκων. Μετά την έκδοση της απόφασης, τους παρέδιδε στη δικαιοσύνη του Χρόνου, που κρίνει αμετάκλητα χωρίς στρεψοδικίες, στον ανώτατο δικονομικό βαθμό, υπέρτερο του Αρείου Πάγου. Αν και πιστοποιημένος αριστερός, δεν του έβγαινε κάποιος συναισθηματισμός για τα προσωπικά πάθη και τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων. Γίνονταν κυνικός: Εσύ στη φωτιά! Εσύ στη φωτιά! Εσύ ζήσε λίγο ακόμα, να συνεχίσει τις δίκες ο στενόμυαλος δεξιός συνεργάτης μου, έχει παιδάκια ο χαμένος να φάνε ψωμί, θα πληρώσεις, κύριε τάδε, αφού έκανες απάτες, αφού, βρε κάθαρμα, δεν πλήρωνες τους εργάτες σου· αφού έκανες τρεις, τέσσερις γάμους και μάζεψες πέντε, δέκα, δεκαπέντε παιδιά, δικά σου και ξένα, φρόντισε τώρα να φτιάξεις αδέρφια το κοπάδι. Αμ, δεν γίνεται! Δεν μπορεί να βλέπει παιδιά, περιφερόμενα αγρίμια, ακαθοδήγητα. Ό,τι μπορεί στο ζήτημα αυτό, έστω και με αμφιλεγόμενο ή αφελή τρόπο, το κάνει, πάντως το προσπαθεί. Κάτι τέτοια βλέπει εκείνος ο μουσάτος, ο γυαλάκιας, και έβγαλε τραγούδι: Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά Στην αγορά στο Λαύριο. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρουν τίποτα Και δεν ελπίζουν στο αύριο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=